Ο Οδυσσέας με την Πηνελόπη παίζουν την τυφλόμυγα στον θεματικό κήπο της Ομηρικής Πολιτείας
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΚΑΙ ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΑΝ ΕΝΑ ΠΡΟΣΩΠΟ
Ο ένας θέλει τον κόσμο, το φτερό της αυγής
χτυπάει το πρόσωπό του: Περισσότερα! Περισσότερο!
Η άλλη ποτέ δεν σαλεύει από τον αργαλειό.
Ένα αρχαίο ρυθμό επαναλαμβάνει:
"Λιγότερο-λιγότερο
το πραγματικό ταξίδι είναι προς τα μέσα. "
Ο ένας αγαπά τις καταιγίδες και τα σύννεφα,
λέει ο θάνατος είναι μια χώρα χωρίς ουρανό.
Η άλλη προτιμά τα δέντρα,
λέει ο θάνατος είναι ένα σύννεφο φύλλων
όπου επιτέλους καταλαβαίνουμε
τα λόγια του ανέμου.
Ο ένας αναρωτιέται γιατί να ξεκουραστούμε
ο φρικτός καλπασμός των λεπτών
θα μας ποδοπατήσουν αν μείνουμε.
Η άλλη σταματάει να χαϊδέψει
το λοφίο ενός χόρτου;
ακουμπά τα πέταλα που άστραφτουν στην βροχή.
Ο ένας ποθεί εξωφρενικά λόγια,
λέει σε μια αγάπη, "Μάγεψε με."
Η άλλη νήμα , νήμα
κάνει την ομορφιά πιο γυμνή?
ζυγίζει ένα ρίγος του ηλιακού φωτός,
κλεινοντας γύρω από το χέρι την ροή
Ο ‘ένας αφήνει την πρώτη ηλιαχτίδα να
διαγράψει όλα τα όνειρα,
σαν κάτι τόσο άχρηστο στης ημέρας τα αστέρια.
Η άλλη συγκεντρώνει τα όνειρα
όπως τα χαμένα φτερά,
ο ουρανός μια φωλιά απο ορίζοντες.
Μια μεμβράνη μνήμης
αναπτύσσεται μεταξύ τους,
ένα μωσαϊκό παλιρροιών και παραμυθιών.
Το κύμα και η ακτή,
που αναπνέουν την ίδια ανάσα,
μια θάλασσα, μια ιστορία της ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ-
το φεγγάρι στα δίχτυα ενός ( ΗΦΑΙΣΤΟΥ) ψαρά.
Μετάφραση:
Κλειώ
Μπαλούμη Κλεονίκη
Penelope and Odysseus as One Person
by Ionna-Veronika Warwick
Το ποίημα παρουσιάστηκε από την Ionna-Veronika Warwick
σε μία εκδήλωση "SPRING AND SUMMER 1991"του πανεπιστημίου της Ανκορέιτζ ,
σε μία εκδήλωση "SPRING AND SUMMER 1991"του πανεπιστημίου της Ανκορέιτζ ,
στην Αλάσκα.
Penelope and Odysseus as One Person
ΑπάντησηΔιαγραφήby Ionna-Veronika Warwick
One wants the world. The wing of dawn
beats in him: More! More!
The other never stirs from the loom.
An ancient rhythm repeats:
“Less—less—
the real traveling is inward.”
One loves storms and clouds,
says death is a skyless country.
The other prefers trees,
says death is a cloud of leaves
where at last we understand
the sayings of the wind.
One asks why rest—
the horrible gallop of minutes
will trample us if we stay.
The other stops to caress
a single plume of grass;
leans to petals glistening with rain.
One craves extravagant words,
says to a love, “Enchant me.”
The other thread by thread
makes beauty more naked;
weighs a shiver of sunlight,
the stream closing around the hand.
One lets the first smudge of light
erase all dreams,
now as useless as daytime stars.
The other gathers dreams
like lost feathers,
the sky a nest of horizons.
A membrane of memory
grows between them,
a tapestry of tides and tales.
The wave and the shore,
they breathe one breath,
a sea, a story of return—
the moon in a fisherman’s net.