Ο διαγωνισμός ποιητικής δεξιοσύνης μεταξύ τους
O Όμηρος και ο Ησίοδος μαλώνουν…
Από αγώνα σε αγώνα και από αγωνία σε αγωνία πορευόμαστε κάτι μήνες τώρα, με τις αλλεπάλληλες αθλητικές διοργανώσεις. Ίσως λοιπόν να μη θεωρηθεί εντελώς άστοχη η σκέψη να χρησιμοποιηθεί η ευκαιρία για να αναδρομήσουμε σε έναν άλλο αγώνα, ανάμεσα σε ποιητές αυτή τη φορά?
και ποιους ποιητές: τους πατριάρχες, τον Ομηρο και τον Ησίοδο.
Ενας θρύλος υπήρξε βέβαια ο αγώνας αυτός, μια χρήσιμη κατασκευή, και δεν συμπεριελήφθη ποτέ στο πρόγραμμα κάποιων Ολυμπιακών. Εντούτοις, ο εν λόγω ποιητικός ανταγωνισμός ιστορήθηκε λεπτομερώς, με τον σκοπό της τέρψης, της μόρφωσης και της διδαχής, σε κείμενα που η πρώτη πρώτη εμφάνισή τους, παρότι ανεξακρίβωτη ακόμα, ανάγεται, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Βιλαμόβιτς, στην κλασική εποχή. O I. Θ. Κακριδής πάντως, σε δοκίμιό του για τον «Ομήρου και Ησιόδου αγώνα» (περιέχεται στο βιβλίο του «Ομηρικά θεματα», εκδ. Εστία, 1985), τονίζει ότι ο ίδιος «θα πήγαινε ίσως ακόμα πιο πίσω κι από τον 6ο αιώνα».
Ο αρχικός πυρήνας της συγγραφής δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί έτσι όπως καλύφθηκε κάτω από τις πάμπολλες προσθήκες που συνεχίστηκαν ώς τους αυτοκρατορικούς χρόνους, εξ ου και η ενδοκειμενική αναφορά στον Αδριανό. Οπως και να ‘χει, αυτό το λαϊκό ανάγνωσμα, που πρέπει να το χρησιμοποιούσαν και οι μαθητές της αρχαιότητας σαν διδακτικό βιβλίο, δεν πολυνοιάζεται για την ιστορική ακρίβεια, παρουσιάζει πάντως με τρόπο απολαυστικό έναν αγώνα – έναν αγώνα λόγων στη συγκεκριμένη περίπτωση, και όχι σωμάτων σε κάποιο στάδιο. Αντίπαλοι, οι δύο κορυφαίοι ποιητές και «λογοθέτες» και, στο βάθος, δύο μορφές ποίησης, η επική και η διδακτική. «Το έργο», υπογραμμίζει ο Αλμπιν Λέσκι στην «Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας», «γεννήθηκε από την ελληνική τάση για συγκριτική αξιολόγηση («σύγκρισις»)», αλλά και «από την παράδοση του εριστικού διαλόγου και του αγώνα-άμιλλας», όπως σωστά προσθέτει ο Paul Kroh στο «Λεξικό αρχαίων συγγραφέων, Ελλήνων και Λατίνων».
Θρύλοι
Ιστορία και θρύλοι συμπλέκονται αξεχώριστα στον «Αγώνα», που ξεκινάει πάντως με τα βιογραφικά των ανταγωνιζόμενων ποιητών. «O Ησίοδος απάλλαξε τους πάντες από τη φιλονικία, κατονομάζοντας την πατρίδα του», λέει ο άγνωστος συγγραφέας (που θα πρέπει πια να τον δούμε κάπως σαν συλλογικό), «για τον Ομηρο όμως οι πόλεις όλες και οι αποικίες τους ισχυρίζονται πως υπήρξε δικό τους γέννημα». Και για το όνομα του επικού ποιητή (Μέλης; Μελησιγένης; Αλτης;
Κι αν ο Ομηρος ονομάστηκε έτσι επειδή ο πατέρας του δόθηκε όμηρος στους Πέρσες από τους Κύπριους ή επειδή οι Αιολείς έδιναν αυτό το όνομα σε όποιον είχε αναπηρία στα μάτια του;), αλλά και για τον πατέρα του, το ίδιο σκοτάδι. Ακόμα και ο Τηλέμαχος, ο γιος του Οδυσσέα, εμφανίζεται εδώ σαν πιθανός γεννήτορας του ποιητή.
Μεταφράζω: «Ρώτησε την Πυθία ο αυτοκράτορας Αδριανός ποια η καταγωγή του Ομήρου και ποιος ο πατέρας του, κι εκείνη έδωσε τον εξής χρησμό σε εξάμετρους στίχους: «Ζητάς να μάθεις ποια η άγνωστη γενιά και ποια η πατρίδα / της αθάνατης σειρήνας. Στην Ιθάκη γεννήθηκε. / Πατέρας του ο Τηλέμαχος? μητέρα του του Νέστορα η κόρη, η Επικάστη?/ αυτή τον πιο σοφό γέννησε των ανθρώπων».
Και πρέπει να τα πιστέψουμε τα λόγια ετούτα, να εμπιστευτούμε κι εκείνον που ζήτησε να μάθει κι εκείνη που του αποκρίθηκε. Κι ας μετρήσουμε με πόση μεγαλοφυΐα δόξασε τον προπάτορά του ο ποιητής μέσα από τα έπη». Σήμερα βέβαια στην ελεύθερη αγορά της φαντασίας κυκλοφορούν, χωρίς τα αναγκαία στηρίγματα, κι άλλες υποθέσεις, λόγου χάρη πως ο Ομηρος δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Οδυσσέα. Κατά κάποιον τρόπο παραμένουμε όμηροι του ομηρικού ζητήματος.
Αλλά πώς έφτασαν να ανταγωνιστούν στην ποιητική δεξιοσύνη οι πρωτοκορυφαίοι;
Ας το δούμε: «Τον καιρό εκείνο ο Γανύκτορας τελούσε επιτάφιους αγώνες προς τιμήν του πατέρα του του Αμφιδάμαντα, του βασιλιά της Εύβοιας, και προσκάλεσε τους πιο τρανούς άντρες, κι όχι μονάχα στη ρώμη και την ταχύτητα παρά και στη σοφία, με δέλεαρ μεγάλα δώρα.
Από τύχη, λοιπόν, ο Ομηρος και ο Ησίοδος αντάμωσαν στη Χαλκίδα» κι έδωσαν εκεί «θαυμαστώς» τον αγώνα τον καλό. H αλήθεια είναι πως ο αγώνας αυτός στάθηκε κάπως μονόπλευρος, «παράξενος» όπως τον χαρακτηρίζει ο I. Θ. Κακριδής, που σημειώνει:
«Εξω από τον τελευταίο γύρο οι αντίπαλοι δεν συναγωνίζονται. Είναι μόνο ο Ομηρος που αγωνίζεται με τη μεγάλη του φήμη, θα έλεγα. Γιατί ο Ησίοδος δεν κάνει άλλο από το να εξετάζει τον Ομηρο, με την ολοφάνερη επιθυμία να τον αποδείξει όχι και τόσο σπουδαίο ποιητή, και γι’ αυτό όλο και παλεύει να τον φέρει σε δύσκολη θέση με αυτά που τον ρωτάει και του ζητάει. Μα πού να τον πιάσει κανείς τον Ομηρο! Κι όσο περισσότερο η ετοιμότητα του μεγάλου ποιητή ενθουσιάζει τον κόσμο που τους παρακολουθεί ολόγυρα, τόσο μεγαλώνει κι η σκάση του Ησίοδου, τόσο και παλεύει να στριμώξει τον αντίπαλό του φέρνοντάς τον σε αδιέξοδο».
Ο Ομηρος λοιπόν, που φαίνεται να απολαμβάνει την «κόντρα», καλείται να αυτοσχεδιάσει ανταποκρινόμενος έμμετρα και χωρίς περιθώρια για πολλή σκέψη (προσουρεαλιστικός «αυτοματισμός»; Οχι ακριβώς) σε ερωτήματα του αντιπάλου, να δώσει λογική ποιητική συνέχεια σε καταφανώς παράλογα στιχουργικά εναύσματα του Ησίοδου (αυτό το παιγνίδι της συμπλήρωσης, της συν-συγγραφής, κάτι μας θυμίζει από τα περίφημα υπερρεαλιστικά παίγνια), κι ακόμα να απαντήσει σε λογιστικά προβλήματα, ας πούμε πόσοι Αχαιοί εξεστράτευσαν στην Τροία. «Πενήντα οι φωτιές, στην καθεμιά πενήντα σούβλες, / σε κάθε σούβλα τα σφαχτά πενήντα / και τρεις φορές τρακόσιοι Αχαιοί τριγύριζαν κάθε σφαχτό», αποκρίνεται, για να προκύψει έτσι ένα πλήθος απίστευτο.
Συνεπαρμένος ο λαός από τις αστραπιαίες αντιδράσεις του Ομήρου και από την ποιητική του οξύνοια, φωνάζει να του δοθεί ο στέφανος του νικητή. Μα ο βασιλιάς Πανήδης, αδελφός του νεκρού Αμφιδάμαντα και πρόεδρος καθώς φαίνεται της κριτικής επιτροπής, ζητάει από τους αμιλλωμένους να απαγγείλουν στίχους απο το έργο τους, «το κάλλιστον εκ των ιδίων ποιημάτων».
O Ησίοδος απαγγέλλει στίχους από το «Εργα και Ημέραι» («Οταν η Πούλια ανατέλλει, του Ατλαντα η θυγατέρα, / το θερισμό ν’ αρχίζεις, και τ’ όργωμα όταν δύει…»),
ο δε Ομηρος από τη ραψωδία της Ιλιάδας: «Παντάγερες γύρω απ’ τους δύο Αίαντες στήθηκαν οι φάλαγγες? / κι ο Αρης νά ‘ρχονταν κι η Αθηνά η στρατηλάτισσα, / δεν θα ‘βρισκαν ψεγάδι…».
Και πάλι θαύμασαν τον Ομηρο οι Ελληνες, και πάλι ζήτησαν να ανακηρυχτεί νικητής. Ομως -για να φανεί από μιας αρχής πόσο υποκειμενική είναι η κρίση και η σύγκριση και ποιος ο βαρύς ρόλος της εξουσίας- ο βασιλιάς αποφάσισε αλλιώς και, με πολιτική λογική και ειρηνιστικό πνεύμα (ό,τι παρατηρείται χονδρικώς και στην επιτροπή που απονέμει το Νόμπελ), στεφάνωσε τον Ησίοδο, «ειπών δίκαιον είναι τον επί γεωργίαν και ειρήνην προκαλούμενον νικάν, ου τον πολέμους και σφαγάς διεξιόντα».
Το αρχαίο κείμενο δεν τελειώνει με τη λήξη του αγώνα, αλλά παρακολουθεί τους δύο ποιητές στην έκτοτε τύχη τους και ώς τον θάνατό τους?
σκοτωμένος πήγε ο Ησίοδος (τον φόνευσαν δυο παλικάρια για την τιμήν της διαφθαρείσης αδερφής τους), και ο Ομηρος από τη στενοχώρια του, γιατί δεν μπόρεσε να λύσει το τελευταίο αίνιγμα που του έθεσαν κάποιοι ψαράδες στην Ιο, όπως άλλωστε τον είχε προειδοποιήσει ένας χρησμός.
Και όμως, τον άξιζε τον στέφανο του νικητή, ακόμα και με τα μεροληπτικά κριτήρια του βασιλιά.
Γιατί όταν στο ξεκίνημα της αντιπαράθεσής τους τον ρώτησε ο Ησίοδος «τι θνητοίς κάλλιστον εν φρεσίν είναι», δεν θυμήθηκε τίποτε το επικό, δεν ύμνησε την ηρωική αρετή και τον δοξασμένο θάνατο παρά ιστόρησε μια πανωραία στιγμή του ειρηνικού ανθρώπινου βίου: «Οταν ευφραίνεται ο κόσμος όλος, / κι οι σύντροφοι στο σπίτι ακούνε τον τραγουδιστή, / στρωμένοι δίπλα δίπλα σε τραπέζια κατάφορτα ψωμί / και κρέας, κι αντλεί κρασί ο οινοχόος, / το φέρνει και γεμίζει τα ποτήρια, / αυτό, νομίζω, το γλυκύτερο για την ψυχή του ανθρώπου».
Όμηρος ο ηρωικός φιλόσοφος πολεμιστής
Ησίοδος ο έμμουσος γεωργός καλλιεργητής
Όμηρος και Ησίοδος οι δημιουργοί του έμφρονος ανθρώπου
της μετα ατλαντικής εποχής