Νικήρατε, ἐπὶ ποίᾳ ἐπιστήμῃ μέγα φρονεῖς. καὶ ὃς εἶπεν: ὁ πατὴρ ὁ ἐπιμελούμενος ὅπως ἀνὴρ ἀγαθὸς γενοίμην ἠνάγκασέ με πάντα τὰ Ὁμήρου ἔπη μαθεῖν: καὶ νῦν δυναίμην ἂν Ἰλιάδα ὅλην καὶ Ὀδύσσειαν ἀπὸ στόματος εἰπεῖν.
O Nικήρατος, γιος του Aθηναίου στρατηγού Nικία (5ος αι. π.X.), ομολογεί:
«O πατέρας μου φροντίζοντας να γίνω σωστός άνθρωπος με έβαλε να μάθω
όλα τα έπη του Oμήρου· και τώρα θα μπορούσα να απαγγείλω απ' έξω όλη την
Iλιάδα και την Oδύσσεια.» (Ξενοφῶν, 4ος αι. π.X., Συμπόσιον, III, 5).
Η Οδύσσσεια
του Γιώργου Σεφέρη
«Οι σύντροφοι στον Άδη».
Αφού μας μέναν παξιμάδια
τι κακοκεφαλιά
να φάμε στην ακρογιαλιά
του ήλιου τ’ αργά γελάδια
που το καθένα κι ένα κάστρο
για να το πολεμάς
σαράντα χρόνους και να πάς
να γίνεις ήρωας κι άστρο!
πεινούσαμε στης γης την πλάτη,
σα φάγαμε καλά
πέσαμε εδώ στα χαμηλά
ανίδεοι και χορτάτοι.
Ο γυρισμός του Οδυσσέα
Να η στέγη. η πρωτη έννοια φεύγει.
Από το σπίτι υψώνεται καπνός
ζουν οι άνθρωποι
στο καράβι πίστευαν κιόλας μπορεί
ανάλλαχτο νάμεινε εδά μονάχα το φεγγάρι
Μπέρλοτ Μπρεχτ
Ώ Πηνελόπη, Aγρύπνησα…
Ώ Πηνελόπη, αγρύπνησα, 'τί μου είχες γίνει ταίρι,
τη νύχτα ενός εξάμετρου μάς φώτιζε τ' αστέρι,
γυναίκα, λύρα, και τα δυο κυρίαρχα, τόσο ωραία!
Όσο δεν είταν τρομερό το τόξο σου, Oδυσσέα!
Κ.Παλαμάς
Στον Οδυσσέα
Δυο μήνες πάνε πια στης πλούσιας Πύλος
τ' αμμουδερά ακρογιάλια που περνούσα.
Νοτιάς φυσούσε, ξέσπασεν η μπόρα
κι από τα μαύρα νέφελα χυνόταν
βαριά νεροποντή – κι ολούθε ο μέγας
μας τρογυρνούσε κεραυνός του Δία...
Στο φως της αστραπής βιγλίζω απάντεχα
στη µέση του πελάγου το ∆υσσέα
γαλήνιος να κρατάει σφιχτά το δοιάκι,
κατάµατα στυλώνοντας τη µπόρα!
«– ∆υσσέα!», του κράζω, «πας για την πατρίδα;…
Πια µες στης θεάς την κλίνη δε χωρούσες;… »
Μ’ αυτός, µε το τιµόνι στην παλάµη
και τ’ αρµυρά δαγκώνοντας µουστάκια
τήραε µπροστά, σκυφτός, και δεν εστράφη!
τ' αμμουδερά ακρογιάλια που περνούσα.
Νοτιάς φυσούσε, ξέσπασεν η μπόρα
κι από τα μαύρα νέφελα χυνόταν
βαριά νεροποντή – κι ολούθε ο μέγας
μας τρογυρνούσε κεραυνός του Δία...
Στο φως της αστραπής βιγλίζω απάντεχα
στη µέση του πελάγου το ∆υσσέα
γαλήνιος να κρατάει σφιχτά το δοιάκι,
κατάµατα στυλώνοντας τη µπόρα!
«– ∆υσσέα!», του κράζω, «πας για την πατρίδα;…
Πια µες στης θεάς την κλίνη δε χωρούσες;… »
Μ’ αυτός, µε το τιµόνι στην παλάµη
και τ’ αρµυρά δαγκώνοντας µουστάκια
τήραε µπροστά, σκυφτός, και δεν εστράφη!
Ν.Καζαντζάκης
Τροία
Κάψαμε τὴν Τροία μὲ τὸν πυρσὸ τῆς Ἀγάπης!
Πάνω στὰ τείχη χόρεψαν οἱ φλόγες τῆς Ἑλένης.
Φώτισαν τριανταφυλλιὰ τὰ νερὰ στὸ καραβοστάσι,
ἔλαμψε κόκκινα ὁ χαλκὸς στὶς περικεφαλαῖες!