ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΑΙΡΟ......
Μια φορά και ένα καιρό, εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, την εποχή που ιδρύθηκε η Κύμη
( 1033) στην αποικία της Αιολίδος, κόσμος πολύς είχε συγκεντρωθεί για να γιορτάσουν το σημαντικό αυτό γεγονός. Εκεί ανάμεσα στο πλήθος βρισκόταν ένα φτωχός άνθρωπος από την Μαγνησία. Μελάνωπος ήταν το όνομα του, γιος του Ιθαγένη και εγγονός του Κρίθωνα. Αυτός παντρεύτηκε την Κυμη, την κόρη ενός Ομύρητος. Από τον γάμο γεννήθηκε η Κριθηίδα, που έμελλε να γίνει η μητέρα του μεγάλου ποιητή. Ο Μελάνωπος πεθαίνοντας εμπιστεύτηκε την Κριθηίδα που είχε μεγαλώσει στον φίλο του, τον Κλεάνακτα από το Άργος. Σε λίγο η Κριθηίδα έμεινε έγκυος, άγνωστο με ποιον, και ο Κλεοάναξ την έστειλε στην νεοχτισμένη Σμύρνη (1015 πχ) στο σπίτι ενός φίλου του από την Βοιωτία, τον Ισμηνία. Η Κριθηίδα αναγκάστηκε να ξενοδουλεύει για να κερδίζει την ζωή της και μια μέρα πήγε να γιορτάσει εκεί που οι Σμυρναίοι είχαν γιορτές και πανηγύρια στον Μέλητα ποταμό. Την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε ένα αγόρι στην όχθη του ποταμού που του δώσανε το όνομα Μελησιγένης εξ αιτίας αυτού του περιστατικού. Η μητέρα του προσπαθούσε με πολύ κόπο να τον μεγαλώσειι και να του δώσει κάποια μόρφωση.
Την εποχή εκείνη ζούσε στην Σμύρνη ένας καλός άνθρωπος. Τον λέγανε Φήμιο και δίδασκε στα παιδιά αλλά, η Κριθηίδα, δεν είχε να πληρώσει τα δίδακτρα.Πήγαινε στο σπίτι του και δούλευε και αυτός σε αντάλλαγμα μάθαινε γράμματα στον Μελησιγένη. Στο τέλος την συμπάθησε και την πήρε γυναίκα του.Έτσι ο Μελησιγένης απέκτησε και προστάτη και δάσκαλο.. Ήταν φύση αγαθή, αγαπούσε την μελάτη και δεν άργησε να ξεπεράσει όλα τα άλλα παιδιά στην μόρφωση. Ο Φήμιος τον εξετίμησε πολύ και όταν πέθανε του άφησε όλη του την περιουσία. Τότε ανέλαβε αυτός την σχολή και δίδασκε τόσο καλά τους νέους ώστε κέρδισε την εκτίμηση και τον θαυμασμό των κατοίκων. Καθώς ανθούσε το εμπόριο στην Σμύρνη, πολλά ξένοι περνούσαν και οι ταξιδιώτες όταν τελείωναν τις δουλειές τους πήγαιναν να ακούσουν τον Μελησιγένη που δίδασκε.
Μεταξύ αυτών βρέθηκε και κάποιος Μέντης, που είχε πάει με το καράβι του από το νησί του την Τάφο, κοντά στην Λευκάδα, για να φορτώσει σιτάρι. Ο Μέντης δεν ήταν μόνο καραβοκύρης και έμπορος αλλά και πολύ μορφωμένος άνθρωπος, εξετίμησε τόσο πολύ τον Μελησγένη που τον έπεισε να κλείσει την σχολή και να τον ακολουθήσει στα ταξίδια του γνωρίζοντας ξενες χώρες. Ο Μελησιγένης που είχε χάσει πια την μητέρα του μπήκε στο καράβι του φίλου του και τον ακολούθησε στα ταξίδια του. Ναυτικός εμπορευμόμενος και τραγουδιστής μαζί γύρισε χρόνια τις θάλασσες, τα επικίνδυνα περάσματα, τις στεριές και τα νησιά. Γνώρισε την Ισπανία, την Αίγυπτο, την Ιταλία, τα παράλια της Ελλάδος. Μάζεψε παραδόσεις, τους μύθους των διαφόρων λαών, τις ιστορίες, τις αναμνήσεις τους και κράτησε σημειώσεις από όλες τις χώρες που περνούσε.
Σ ΄ένα από αυτά τα ταξίδια του έφθασε στην Ιθάκη. Εκεί, ο Μελησιγένης έπαθε ένα νόσημα των ματιών τόσο σοβαρό, που ο Μέντης υποχρεώθηκε να τον αφήσει στο σπίτι του Μέντορα, γιατί είχε ανάγκη από περιποίηση. Ο Μέντορας, άνθρωπος πλούσιος και φιλόξενος τον κράτησε κοντά του και τον νοσήλευε ώσπου θεραπεύτηκε και ακολούθησε πάλι τον Μέντη στα ταξίδια του. Κατά το μικρό αυτό διάστημα που έμεινε στην Ιθάκη άκουσε για τον Οδυσσέα και τις ιστορίες του και κράτησε το υλικό για να γράψει αργότερα το μεγάλο του ποίημα.
Αλλά η αρρώστια τον απειλούσε πάντα και μια φορά στον Κολοφώνα της Μικρασίας ξανα αρρώστησε και τελικά τυφλώθηκε. Ύστερα από αυτό ξαναγύρισε στην Σμύρνη και άρχισε να τραγουδάει τα τραγούδια του για να κερδίζει την ζωή του από πόλη σε πόλη.
Μια μέρα έφθασε και στην πόλη Νεόντειχος, όπου τον φιλοξένησε ο ξακουσμένος τεχνίτης Τύχιος.Εκεί στην πέτρα που καθόταν και απήγγειλε τα ποιήματα του, είχε φυτρώσει μια λεύκα και για πολλά χρόνια μετά την δείχνανε στους ξένους που περνούσανε .
Από εκεί εγύρισε στην Κύμη και εγοήτευε τους ακροατές του με τα τραγούδια του και τις συνομιλίες του. 'Ολοι συγκεντρωνόταν να τον ακούσουν με θαυμασμό. Αυτό του έδωσε το θάρρος να να ζητήσει από την γερουσία την επίσημη προστασία του κράτους και την εξασφάλιση της ζωής του με την υπόσχεση πως δόξαζε με το τραγούδι του την πόλη. Αλλά οι γερουσιαστές της Κύμης, ούτε πολύ γενναιόδωροι εφάνηκαν, ούτε πολύ έξυπνοι. Ένας από αυτούς έκανε την παρατήρηση πως αν αποφασίζον να περιθάλψουν όλους τους ομήρους, έτσι ωνόμαζαν τους τυφλούς, τότε θα έμενα άδεια τα ταμεία. Με αυτό τον τρόπο, ο Μελησιγένης δεν πέτυχε τίποτα με το διάβημα του αυτό παρά να τον αποκαλούν Όμηρο εις το εξής.
Πικραμένος και απογοητευμένος άφησε την Κύμη και πήγε στην Φώκαια, όπου πάλι εγοήτευσε τον κόσμο με τα τραγούδια του. Η επιτυχία αυτή ενέπνευσε μια παράξενη ιδέα στον δάσκαλο Θεστορίδη, ο οποίος πρότεινε στον ποιητή να αναλάβει την διατροφή του και αυτός να του γράφει ποιήματα που θα τα παρουσιάζει σαν δικά του. Ο Όμηρος δέχτηκε και τότε έγραψε την Μικρά Ιλιάδα και την Φωκαίδα. Και εκείνος παίρνοντάς τα, εγκατέλειψε την Φώκαια και πήγε στην Χίο, με την σκέψη πως σ΄ένα ξένο τόπο θα περνούσε ευκολώτερα σαν ποιητής. Και πραγματικά το κατώρθωσε. Η φήμη του δεν άργησε να φθάσει ως τα αφτιά του Ομήρου που αποφάσισε να πάει στην Χίο να αποκαλύψει την απάτη. Με τον σκοπό αυτό πήγε στην Ερυθραία και παρακάλεσε κάτι ψαράδες να τον περάσουν απέναντι στην Χίο. Εκείνοι αρνήθηκαν ,αλλά μετά όταν η τρικυμία τους ξανάριξε στην στεριά , σκεφτήκανε πως ήταν θέλημα θεού και τον πήραν μαζί τους για να τον αποβιβάσουν στην Βολισσό.
Τον περιμάζεψε κάποιος φτωχός γιδοβοσκός , ο Γλαύκος, τον πήγε στο αφεντικό του που τον εξετίμησε και του ανάθεσε την ανατροφή των παιδιών του. Ο Όμηρος έγραψε για χάρη του την Βατραχομυομαχία και άλλα παρόμοια, διδακτικά και ευχάριστα παραμύθια που δεν άργησαν να τον κάνυν γνωστό σε όλο το νησί. Μόλις έφθασε η φήμη του στην Χίο, ο Θεστορίδης την εγκατέλειψε τρομοκρατημένος .
Ο Όμηρος πήγε και εγκαταστάθηκε εκεί ως διδάσκαλος, κέρδισε πολλά χρήματα παντρεύτηκε και απέκτησε δύο κόρες. Εκεί συνέθεσε ην Οδύσσεια και την Ιλιάδα, όπου ανφέρει τους παλιούς του φίλους, τον Μέντη , τον Μέντορα και τον Τύχιο.
Σε λίγο η φήμη του διαδόθηκε σε όλη την Ελλάδα και τότε ο Όμηρος αποφάσισε να πάει στην Αθήνα ή στο Άργος για να απολαύσει τη δόξα του.
Άφησε την Χίο και πήγε στην Σάμο και όταν ήλθε η άνοιξη, πήρε ένα όμιλο παιδιών που τον ακολουθούσε από πόρτα σε πόρτα στα σπίτια των πλουσίων και τραγουδούσε μαζί τους την Ειρεσιώνη. Αργότερα πήρε το καράβι για την Αθήνα. Στην διάρκεια αρρώστησε και αναγκάστηκε να αποβιβαστεί στην Ίο, όπου πέθανε σε προχωρημένη ηλικία.
Οι σύντροφοι του τον θάψανε στο ακρογιάλι και χαράξανε στο μνήμα του αυτούς τους δύο στίχους:
Ετούτη η γη, την κεφαλή την ιερή
σκεπάζει του θείου Ομήρου
που έψαλλε τις δόξες των ηρώων.
Αυτό είναι το παραμύθι για τον Όμηρο, όπως το διηγόταν στην αρχαιότητα.
Πρόλογος από το βιβλίο
ΟΜΗΡΟΣ
Γιάννης Οικονομίδης
Αθήνα , Οκτώβριος 1960
Εκδόσεις Χρήσιμα Βιβλία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Όλα είναι δρόμος... αρκεί να είναι ένα μονοπάτι με καρδιά