Σάββατο 7 Νοεμβρίου 2020

Παραβάσεις ομηρικής γλώσσας

 


Η γλώσσα εξελίσσεται όπως και οι άνθρωποι...αλλά

Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ ΔΟΥΚΑΣ 
1ον Στα μέσα της δεκαετίας του περαμένου αιώνα διαπράχθηκε ένα έγκλημα. Δύο πνευματικοί άνθρωποι αποφάσισαν να συνεργασθούν γιά να μεταφράσουν τον Όμηρο και συγκεκριμμένα την Ιλιάδα. 
Η Οδύσσεια “την πλήρωσε” διπλά, με μία διδακτική μετάφραση καί με παροδύσσεια 33.333 στίχων, του Καζαντζάκη <μεγαίροντος> τον Όμηρο κατά την γνώμη μου. Η Ιλιάδα όμως υπέστη τα πάνδεινα από την φιλολογική επέλαση των δύο αυτών ιερών τεράτων, του Ν. Καζαντζάκη και του Ι.Θ. Κακριδή. 

Προσφέρθηκε στο αναγνωστικό κοινό και, ιδιαίτερα, στην σπουδάζουσα νεολαία, μία μετάφραση όχι μόνον αγνώριστη, αλλά και βάναυσα κακοποιημένη, καθώς οι σπουδαίες και ανεπανάληπτες λέξεις του Ομήρου μεταλλάχθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να προκαλούν γλωσσική αλλεργία αλλά και απέχθεια στον αναγνώστη της περιβόητης αυτής μεταφράσεως. 
 Ο Ν. Καζαντζάκης και ο Ι.Θ. Κακριδής, ίσως από κοινού και εν συναυτουργία, έκαναν την Ιλιάδα αγνώριστη αν όχι και αποκρουστική. Ο Καζαντζάκης έχει κυριολεκτικά βιάσει με πρωτοφανή βαναυσότητα τον ομηρικό λόγο, στηριζόμενος εν πολλοίς στην “μαλιαρή” μετάφραση του Αλ. Πάλλη, από τον οποίο έχει δανειστεί πολλές λέξεις, με το πρόσχημα μιάς νέας ποιητικής εκδοχής. Χρησιμοποίησε καταχρηστικά μία ντοπιολαλιά, κυρίως της Κρήτης, σε συνδυασμό με πάμπολλες λέξεις της “μαλιαρής” και μιάς σχεδόν χυδαίας και ακατέργαστης γλώσσας, που καταργήθηκε προ πολλού λόγω των ακροτήτων της και αντικαταστάθηκε από την σύγχρονη κοινή καθομιλουμένη των Ελλήνων, που όχι μόνον ομιλείται και γράφεται, αλλά χρησιμοποιείται ακόμη και στον έντεχνο λόγο, χωρίς τις ακρότητες του Ψυχαρισμού και της λεγομένης “μαλιαρής”. 
Και ακόμη η καθομιλουμένη των Ελλήνων χρησιμοποιεί, σύμφωνα με έρευνα του γράφοντος, πάνω από 15.500 λέξεις του Ομήρου, αυτούσιες και παράγωγες. 
 Οι γλωσσικές αυθαιρεσίες του Καζαντζάκη δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη της μεταφράσεως ν’ αντιληφθεί τα νοήματα που περικλείουν οι λέξεις και οι στίχοι της Ιλιάδος, ενώ εκείνοι που είχαν την ιδέα να την εισηγηθούν σαν διδακτική μετάφραση στα σχολεία ( ISBN {SET} 960-06-0037-6), υποχρεώθηκαν να παραθέσουν, σε επιλεγμένες ραψωδίες, ερμηνευτικές σημειώσεις, προκειμένου οι μαθητές να μη πελαγοδρομήσουν στις ιδιόρρυθμες καζαντζάκειες λέξεις, όπως γιά παράδειγμα: Σκουτάρι = ασπίδα, μεσόβυζα = ανάμεσα στις δύο θηλές του στήθους, αγριμολόγος = που κυνηγά άγρια ζώα, αντί του «θηρητήρα», θηρευτή δηλαδή, φούσκα αντί της ομηρικής κύστεως, που είναι και διεθνής (cyste), προλάτης = αντί πρόμαχος, λέξη επίσης διεθνής (promotion), αντίμεμα = αντάλλαγμα, αντί του ομηρικού «ποινή», μαντί αντί μανδύας, γιουρούσι (τουρκ.) = έφοδος, αντί του ομηρικού «ιωκή», ασκέρι (τουρκ.) = στρατός, αντί του ομηρικού «λαός», αιματολάφτης = που ρουφάει αίμα, αντί του ομηρικού «ωμοφάγος» και πολλά άλλα τέτοια. Σε άλλες ραψωδίες, όπως π.χ. στην Γ, δεν δίνεται καμμία εξήγηση γιά το τι σημαίνουν οι λέξεις ορδινιάστηκαν, στρηνιάσματα, λιθοπέτι, ποροφάραγγο, χιονοβραχιονάτη, μαγνάδι κ.ά. Η γλωσσική αυθαιρεσία ξεπερνά κάθε όριο ανοχής στον τονισμό των λέξεων, που δίνει το έναυσμα γιά την αναρχία τονισμού στην σύγχρονη ελληνική, όπου πιά δεν κρατείται κανένας κανόνας της γραμματικής, καθώς ο καθένας που εκφράζει δημόσιο λόγο, τονίζει τις λέξεις κατά το δοκούν και κατά την δική του αντίληψη. 
Ο Καζαντζάκης έφθασε στην πρωτοτυπία να τονίζει μερικές λέξεις ακόμη και στην…προ-προπαραλήγουσα, όπως μακρόισκιωτο, βόηθηση, ανελέημονα κ.ά. 
 Τι είδους γλωσσική ιδιορρυθμία μπορεί να είναι αυτή, που αγνοεί τον βασικό κανόνα της ελληνικής γλώσσας, σύμφωνα με την οποία καμμία λέξη δεν τονίζεται πέραν της προπαραλήγουσας; Είναι επαρκές πρόσχημα τό μέτρο; Στην καζαντζάκεια μετάφραση του Ομήρου περιλαμβάνονται λέξεις ακατανόητες, στρεβλές, παραποιημένες, μασκαρεμένες, μεταλλαγμένες και αντιαισθητικές σε τέτοιο βαθμό, που θα ήταν προτιμότερο να παραμείνουν ατόφιες και αμετάφραστες οι λέξεις του Ομήρου, καθώς θα ήταν περισσότερο κατανοητές από τους διδασκομένους τα ομηρικά έπη Έλληνες, επειδή το γλωσσικό τους DNA τους επιτρέπει ευχερώς να κατανοούν την αρχαία ελληνική, ακόμη και αν δεν την έχουν διδαχθεί. 
 Ο εκηβόλος π.χ., χαρακτηριστικό επίθετο του Απόλλωνος, θα μπορούσε να διατηρήσει το δεύτερο συνθετικό και να αποδοθεί ως «μακρυβόλος», ήτοι που βάλλει μακριά, αντί του μακροσαγητάρη ή του μακρορίχτη. Η λευκώλενος Ήρη, γίνεται άλλοτε κρουσταλλοβραχιονάτη, που και αυτή βέβαια η σύνθετη λέξη αποτελείται από δύο ομηρικές, τον κρύσταλλον από το «κρύος» και τον βραχίονα, άλλοτε χιονοβραχιονάτη και άλλοτε κρουσταλλοχέρα. 
Γιατί οι διδασκόμενοι να μη θυμηθούν και την επίσης ομηρική «ωλένη»; Και τι σχέση έχει ο κρύσταλλος με την λευκότητα; Μέ τό κρύο έχει σχέση, όπου και ετυμολογείται η λέξη. Ο «νεφεληγερέτης» Ζεύς γίνεται νεφελοστοιβάχτης και ο «αργυρότοξος» Απόλλων γίνεται…ασημοδόξαρος, ο «άναξ» γίνεται ρήγας και ρηγάρχης κλπ.
 Ποιοί Έλληνες γνωρίζουν λέξεις που επινοεί και χρησιμοποιεί ο Καζαντζάκης, όπως π.χ. ακράνης ( Α 345 αντί «φίλος» του Ομήρου), πανέμνοστη (Α 346, αντί «καλλιπάρηος»), κροντήρι (Α 597 αντί «κρατήρ»), ελικιά και ανάριμμα (Β 58, αντί «είδος» και «μέγεθος»), πρωτοκεφαλάδες (Β 79, αντί «ηγήτορες»), βαριοκοπαδάρης (Β 106, αντί «πολύαρνις»), πραγά (Β 180, 189, αντί «αγανός»), κλωθοσούρτης (Β 275 αντί του «λωβητήρος»), άπλερα (Β 338 αντί του «νήπιος»), ξάργου (Β 391 αντί του «απάνευθε»), ορδικάστηκαν (Γ 1 αντί του «κοσμέω»), στρηνιάζοντας (Γ2 αντί «κλαγγή»), μαγνάδι (Γ 141, αντί «οθόνη»), ακροσειραδώνω (Ζ 119, αντί «θέω» = τρέχω, όπως «βοήθεια»), κουρσολόγα (Ζ 270 αντί «αγελίη»), ανεμορούφουλας (Ζ 346, αντί «θύελλα»), συφεροντονούσης (Α 149, αντί «κερδαλεόφρων») κ.ά. Λέξεις σόλοικες, αγροίκες, ακατέργαστες, εν μέρει προϊόντα του εντελώς αγράμματου λαού, «του ποδηματά, του ράφτη και του βαρκάρη» όπως έλεγε ο Ψυχάρης, συγκείμενες από πάμπολλα γράμματα, δεκαπέντε και είκοσι ακόμη τον αριθμό, αδόκιμες τόσο στην αρχαία ελληνική, όσο και στην νεωτέρα γλώσσα, επιχειρούν ανεπιτυχώς να αντικαταστήσουν τις καθάριες και μεγίστης ακριβείας ποιητικές λέξεις του Ομήρου, που γιά πρώτη φορά εμφανίστηκαν και κατηύγασαν την οικουμένη, όπως βροντοσκουταράτος, (Β 349, αντί του «αιγίοχος»), ασημοκαρφοπλούμιστο, (Π 135, αντί του «αργυρόηλον»), κρουσταλλοβραχιονάτη (Α 572, αντί «λευκώλενος»), αψηλοβρονταλάλος (Α 353, αντί «υψιμεβρέτης»), αψηλοθρονιασμένος (Η 69, αντί του «υψίζυγος) κ.ά. 

Ο Καζαντζάκης, δυστυχώς, ατύχησε στην μετάφραση της Ιλιάδος, αλλά καί της Οδύσσειας. Δεν είχε ούτε αυτός ούτε κανείς το δικαίωμα να αλλάζει τις λέξεις του Ομήρου, ηλικίας τουλάχιστον 5.000 ετών, που ακόμα χρησιμοποιούμε σήμερα οι Έλληνες με την ίδια εκφορά καί μέ το ίδιο νόημα. Αλλά αυτό θα έπρεπε να του το είχαν καταλογίσει οι φιλόλογοι της εποχής του.
 Ποιός θα τολμούσε όμως νά θίξει το ιερό τέρας, που τόλμησε να θίξη τό Ιερώτατο. Του καταλογίζεται τώρα το λάθος, έστω και καθυστερημένα. Επίσης, θεωρώ υποχρέωσή μου να υπενθυμίσω ότι το επιτύμβιο του Καζαντζάκη «δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι λεύτερος», που περιλαμβάνεται στην «Ασκητική» του, είναι παρμένο, χωρίς να αναφέρεται, από τον σπουδαίο Κύπριο κυνικό φιλόσοφο Δημώνακτα, ο οποίος, κατά τον Λουκιανό, θεωρούσε ευδαίμονα τον ελεύθερο, που ούτε ελπίζει κάτι, ούτε φοβάται. Η σχετική περικοπή του Λουκιανού έχει ως εξής: «Ἐρωτήσαντος δέ τινος, τίς αὐτῶ ὃρος εἶναι δοκεῖν, μόνον εὐδαίμονα ἒφη τόν ἐλεύθερον. Ἐκείνου δέ φήσαντος πολλούς ἐλευθέρους εἶναι. Ἀλλά ἐκεῖνον νομίζω τόν μήτε ἐλπίζοντα τί μήτε δεδιότα… (Λουκιανός «Δημώνακτος βίος» 20). (Κάποιος τον ρώτησε ποιός κατά την γνώμη του είναι ο ορισμός και είπε ότι μόνο ο ελεύθερος είναι ευδαίμων. Και όταν εκείνος είπε ότι οι ελεύθεροι είναι πολλοί (του απάντησε) ότι ο πιό ευτυχισμένος είναι αυτός που μήτε ελπίζει μήτε φοβάται).
 Ο Δημώναξ ήταν πράος, φαιδρός, ακέραιος, μετριόφρων και ελευθερόστομος. Τέτοια ήταν η εκτίμηση των Αθηναίων προς τον Δημώνακτα, ώστε, όταν διερχόταν, οι άρχοντες προσηκώνονταν και σιωπούσαν. Σε μία συγκέντρωση στην εκκλησία του δήμου σηκώθηκε μεγάλη έριδα μεταξύ των αντιφρονούντων, αλλά μόλις εμφανίσθηκε ο Δημώναξ, η έριδα κόπασε και όλοι ησύχασαν και σώπασαν. Μόλις ο Δημώναξ είδε τους Αθηναίους να ομονοούν, απεχώρησε χωρίς να πεί λέξη. 

Ο Δημώναξ που έζησε τον 2ο μ.Χ. αιώνα, έζησε πάνω από 100 χρόνια. Όταν κάποιος τον ρώτησε τι παραγγέλει γιά την ταφή του, απάντησε κυνικότατα: «ΜΗ ΠΟΛΥΠΡΑΓΜΟΝΕΙΤΕ, Η ΟΔΜΗ ΜΕ ΘΑΨΗ» (μη σκοτίζεστε, η οσμή θά με θάψη). Κ. ΔΟΥΚΑΣ

δυστυχώς είναι  υπερβολική η  "μετάφραση"  αυτή των Ομηρικών Επών  και αντιαισθητική

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Όλα είναι δρόμος... αρκεί να είναι ένα μονοπάτι με καρδιά