Το χέρι της καρυάτιδος
Σου ‘χαν σμιλέψει το κορμί σου εδώ κι
αιώνες…
Και αποτύπωσαν πάνω στη σάρκα σου ,τις
σάρκες τους χωρίς ντροπή.
Μα η φωνή σου…
Δέχονταν
τους όρκους μιας, μοναχά γαλήνης…
Και δίψαγε σαν άνυδρο κομμάτι ξένης γης.
Στεκόσουν μες το πλήθος πάντα σκεπτική,
σαν καρυάτιδα που κράταγε στους ώμους της
ένα λευκό χιτώνα ,μιας πάνσεμνης υφής.
Χρωμάτιζες τα βλέμματα εκείνων των
ανθρώπων,
που έβλεπαν στα μάτια σου το φώς μιας
αλλαγής…
κι ενώ ,σ’ είχαν πονέσει όλες σχεδόν οι
εποχές,
εσύ γοργά περίμενες πάλι να χειμωνιάσει.
Δεν αγαπούσες πια αυτή τη γη ,που ανάβρυζε
πιο γάργαρο τώρα το βάλσαμό σου…
Μάζευες κάθε βράδυ μέσα στη σιωπή
το αγριεμένο θέλω σου ,που είχες εδώ και
χρόνια χάσει.
Σου στήνανε οδοφράγματα και σου ‘μπηγαν
τις λόγχες…
και ο λευκός χιτώνας σου ,γινόταν
πορφυρός.
Τα χείλη σου μαρμάρωναν ,τα νιάτα σου
χανόταν ,
οι σκέψεις σου φτερούγιζαν… μόνη σου
έστεκες ,κανείς δεν σε νοιαζόταν.
Κι αντί να ηχήσει μέσα σου ,η φωνή γεμάτη
πόνο…
και τη δική σου λόγχη ν’ ακουμπήσεις
γρήγορα ,
σε ξένες λόγχες ,εχθρικές…
Εσύ το χέρι άπλωνες… γυμνή ,μικρή και μόνη
,
σ’
έναν παράδεισο μπροστά ,ζητούσες θαλπωρή.
Ο Αστερισμός μιας δύναμης
Στέκεσαι εδώ κι αιώνες…
πάνω σ’ αυτό το τιμημένο χώμα ,δίπλα σ’
αυτή την αρμύρα ,
και κάτω απ’ τον ίδιο πάντοτε ουρανό.
Μοιάζεις με τον αστερισμό εκείνον ,που
τον ονόμασαν οι πιο παλιοί ,αστερισμό του Δία.
Στα μονοπάτια των δρόμων σου ,περπάτησαν
άρματα πολλά.
Σφαγιάστηκαν αθώοι ,σφαγιάστηκαν άδικα
,κορμιά.
Μυήθηκαν οι άμαθοι ,γνώρισαν οι
μοιραίοι
πως όλα στο διάβα χάνονται ,πως φεύγουν
ακόμη κι οι Σπουδαίοι.
Πως τ’ απομεινάρια και τα χνάρια της ομορφιάς ,
δεν ξεθωριάζουν με το χρόνο…
ξαναγεννιούνται στις καρδιές των πιο
μικρών ,
των πιο όμορφων ,των πιο γενναίων.
Κι είναι αλήθεια… ως τα τέσσερα σημεία
του ορίζοντα ,
και μέχρι εκεί που σχηματίζεται απ’
όλους ο σταυρός ,
πως ήσουνα για όλους τους ,ένας
αμύθητος ,ένας σπουδαίος θησαυρός.
Μα εσύ ,τ’ απλά εζήτησες… και για τ’
απλά υπάρχεις.
Γεννήθηκες απτόητη ,σκληρή μπροστά σε
οποιοδήποτε εχθρό…
γιατί ανάβρυζε απ’ τα βάθη σου η ευλογία εκείνη ,
που οδηγεί τους ταπεινούς στην πιο
μεγάλη καλοσύνη.
Κι αν τα σπαθιά που σου ‘μπηξαν ήταν
βαριά και ξένα ,
σε μακρινό λοφίσκο κείτονται ,όλα τα
περασμένα.
Κι οι άνθρωποι που εχάθηκαν ,πάντα μαζί
σου μένουν ,
κι
ας τους σκεπάζει τ’ άγιο χώμα σου
απ’ το δικό σου άνεμο ,μοιάζει ακόμη ν’
αναπνέουν.
Ανοιξιάτικο πέπλο
Ήταν απόγευμα… είχες την γεύση μιας ανοιξιάτικης
δροσοσταλίδας και ένα πέπλο από όνειρα να κουβαλάς. Ταξίδευες πιο πέρα απ’ το
γαλάζιο του ουρανού κι αντάμωνες εκείνη την χρυσόσκονη που κρύβεται πίσω από τα
σύννεφα.
Μα ήσουν μόνος…
Τα χέρια σου πέτρωναν καθώς τα κοίταζες.
Δεν σου ’φτανε η γύμνια σου, είχες και μια αξιοπρέπεια που
έπρεπε να κυνηγάς…
Τα χωματένια όνειρά σου αγρίεψαν ένα απόγευμα σαν το
σημερινό. Τότε που ο ουρανός έσταζε από τα δάκρυα των αγγέλων.
Οι άνθρωποι είχαν κρύψει τα χαμόγελα τους στις μπαλωμένες
τσέπες τους… αγκομαχούσαν κι έκλαιγαν καθώς πλησίαζε η φωτιά.
Κι εσύ… δεν άντεξες…
Βύθισες στην ψυχή το σπαθί που λαχταρούσες να μπήξεις σε
ξένα στήθη… μα ήταν αργά για πανοπλίες πια και χωματένιους παραδείσους. Μες τις
ματωμένες παλάμες σου κράταγες τις φωνές των παιδιών… και τις ανεμώνες που
άνθιζαν κάθε Απρίλη στον κήπο σου, δίπλα στη Ροδακινιά.
Μη περιμένεις να ’ρθουν οι γλάροι μαζί σου… την αυγή τους
είδα να αρμενίζουν γι ’άλλη γη…
Ξέρω πως δεν θα ξεχάσεις ποτέ. Είναι που η μυρωδιά της
απομάκρυνσης σε στιγματίζει ακόμη…
Ένας αληθινός χαιρετισμός στο
ψέμα
Σ’ ένα
πάρκο φωτεινό… με άνθη γιασεμιού τριγύρω ανθισμένα ,και ρόδια για την τύχη του
καθένα…
στεκόταν
πλάι στη λιμνούλα σκυθρωπό και λυπημένο ,
ένα Ψέμα
μικρούλι τόσο δα… κρυμμένο απ’ το χρόνο.
Είχε
μια βαλίτσα ακουμπισμένη δίπλα στο χορτάρι… με χαμένα όνειρα ,
οφθαλμαπάτες
,τύψεις και τόσα άλλα περίσσια κάλλη.
Το Ψεματάκι
το μικρό… είχε στην ψυχή του μυστικό ,που δεν το γνώριζε κανένας εκείνο τον
καιρό.
Το
κουβαλούσε από μακριά ,όταν έφυγε να βρει αλλού αλληλεγγύη κι ανθρωπιά.
Στο
πάρκο έμεινε για λίγο να ξαποστάσει απ’ το ταξίδι εκείνο το μακρινό…
μα όλα
του φάνηκαν τριγύρω του χλωμά ,κι απ’ τη ματιά του άρχισε ένα μικρούλι δάκρυ να
κυλά.
« Γιατί
δακρύζεις σκυθρωπέ μικρούλι… ;» ,τον ρώτησε μια φωνή ευγενική που ερχόταν πιο
κοντά ,κρατώντας ένα μαντήλι στο αριστερό της χέρι απαλά.
«
Είμαι ένα μικρό ,ασήμαντο ,χωρίς σκοπό και πείρα Ψέμα… κανείς δεν με
χρησιμοποίησε ποτέ ,κι αυτό δεν είναι συνηθισμένο ψέμα…» ,απάντησε το σκυθρωπό
συναίσθημα που είχε ευφυές μυαλό.
«Δεν
είναι έτσι…» ,αποκρίθηκε γοργά η φωνή , « εγώ από μακριά διέκρινα την όμορφή
σου την ψυχή.
Καθόμουν
ώρα δίπλα στη λιμνούλα και κοίταζα τα τριαντάφυλλα στα χέρια ενός μικρού
κοριτσιού… και δίπλα της ,την λάμψη από τα μάτια ενός ερωτευμένου αγοριού.
Κι
όταν η Αγάπη άνθισε ανάμεσά τους… έφυγα από ‘κει ,αφού τώρα στα βάθη της ψυχής
τους ο Έρωτας αληθινά έχει ευοδωθεί .
Λοιπόν
, πες μου γιατί δακρύζεις… κι εγώ γι’ αντάλλαγμα θα σου χαρίσω το πιο όμορφο
γούρι που κρατώ».
« Δεν
ξέρω που να πάω… δεν με χρειάζεται κανείς. Είμαι πολύ ασήμαντο μάλλον ψεματάκι
,γι’ αυτό δεν με χρησιμοποίησε ποτέ κανείς…» ,είπε το Ψέμα λυπημένο και γεμάτο
από ντροπή.
« Κι
όμως… εγώ ξέρω ποιος σε χρειάζεται πολύ. Πίσω απ’ τη λιμνούλα…. υπάρχει ένας
γέρος καθισμένος στο ίδιο παγκάκι για καιρό.
Έρχεται
τ’ απογεύματα και συλλογίζεται κι είναι πάντα σκεφτικός.
Πήγαινε
κοντά του ,και πες του όσα περίμενες καιρό. Και να ‘σαι σίγουρος πως θα γίνεις
αμέσως φίλος μου και βοηθός» .
Το
Ψέμα τότε χάρηκε… και σκούπισε το δάκρυ του που έφτανε ως το λαιμό.
Χαιρέτισε την ευγενική φωνή και πήγε στον πρώτο του σκοπό.
Κοίταξε
στο παγκάκι τον γέρο που καθόταν σκεφτικός ,και δίχως να χάσει ώρα του είπε
ευθύς εμπρός : « Στα μάτια σας δεν βλέπω όνειρα ,σκέψεις γεμάτες φως… άραγε
είστε τόσο λυπημένος και κάθεστε μοναχός ;».
« Τί
θέλεις από μένα μικρούλι τόσο δα… ;» ,ρώτησε ο γεράκος έκπληκτος τεντώνοντας τα
μάτια του ψηλά.
« Από μικρός
περίμενα σε κάποιον για να πω… πως η ζωή του δεν είναι τόσο ενδιαφέρουσα ,όσο
πιστεύω εγώ.
Νομίζω
πως είστε άδικος… με τους ανθρώπους στη ζωή…
και
πως ο ήλιος είναι φωτεινός λίγο περισσότερο απ’ την δική σας την ψυχή.
Η
Δυστυχία σας πλησιάζει από παντού… κι όμως εσείς δεν συμμερίζεστε το κάθε σας
καλό» .
Μόλις
το Ψέμα τέλειωσε ,αυτό που χρόνια περίμενε σε κάποιον για να πει… εμφανίστηκε
ένας γελαστός ακόμη γέρος μπροστά του στη στιγμή.
Το
Ψέμα τότε έφυγε… με θλίψη στην καρδιά… τίποτα δεν πέτυχε ,όλα ήταν και πάλι
γύρω του χλωμά.
Και η
φωνή που κοίταζε από μακριά…
άκουσε
τον φίλο του γεράκου να του λέει δυνατά πως πάντοτε τον αγαπούσε και πάντοτε θα
τον αγαπά.
Και
πως πρέπει να είναι πολύ ευτυχισμένος στη ζωή του για τα τόσα που έκανε καλά.
Έτσι…
η Αλήθεια ακούγοντας γι’ άλλη μια φορά την Ευτυχία να κραυγάζει δίπλα της σιγά…
έφυγε
κι από κει χαρούμενη… κι ας είχε πληγωθεί λιγάκι το Ψέμα ,το μικρό ,το τόσο δα.
Η
Επιστροφή της Ανεμώνης
Είναι
πικρή η αφή που λυγίζει τα συναισθήματα ,
ηχεί
σε κάθε νοτιά .
Ταξιδεύοντας
...
σταματάς
πάντοτε στ’ ακρογιάλι ...
την
αυγή ,το απομεσήμερο ,το δειλινό .
Άσπρα
πουλιά στα μάτια σου καθρεφτίζονται
καθώς ξεμακραίνεις
από το φάρο της πληγής .
Μη
ψάχνεις που θα αγκυροβολήσεις το πονεμένο σου πνέμα ,
η
προσμονή θα σ’ οδηγήσει σε μέρη άγνωρα με καταπράσινους κισσούς και χρυσαφένια
σκεπάσματα .
Άγγιξε
την άμμο που σκέπασε τα γυμνά σου όνειρα ...
νιώσε
τη ζέση από το καυτό καλοκαίρι που βαδίζει μπροστά ...
μιαν
ανεμώνη κρατάς και θυμάσαι τον τόπο που άφησες ,
μα ο
άνεμος που άγγιξε τα πέταλα της νιότης ,φέρνει ξανά τη στολισμένη από όνειρα
πεταλούδα που ζητάς .
Γαλήνη
γυρεύανε κι άλλοι ... μα δεν την αποδέχτηκαν.
Σκοπό
χρυσοστόλιστο θα βρεις κι εσύ .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Όλα είναι δρόμος... αρκεί να είναι ένα μονοπάτι με καρδιά