Ομιλία του Νίκου
Σταμάτη για τον Κορνήλιο Καστοριάδη στο Συνέδριο που
πραγματοποιήθηκε για το έργο του στα πλαίσια των Καβαφείων 2007,
στις 3-4 Νοεμβρίου 2007 στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, υπό την αιγίδα
της ΠΟΕΕΣΥ και της ΕΣΗΕΑ.
Η ανακάλυψη της ελευθερίας.
Από τον Όμηρο στην Δημοκρατία. Σχόλια στον Κορνήλιο
Καστοριάδη.
Σχόλιο 1ο
Τότε υψώθηκε ένα δέντρο. Ω καθαρή ανύψωση!
Ω,
ο Ορφέας τραγούδησε! Ω ψηλό δένδρο στ’ αυτί!
Κι όλα σωπάσαν. Κι όμως μέσα στην ίδια τη σιωπή
γίνεται μια καινούργια αρχή, νεύμα κι αλλαγή.
Οι στίχοι είναι από το 1ο
σονέτο από τα «Σονέτα του Ορφέα» του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, κι ο
Κορνήλιος Καστοριάδης, τους αναφέρει στα «Σταυροδρόμια του
Λαβύρινθου», (σελ. 25), καθώς εκθέτει μερικές από τις βασικές
γραμμές τη σκέψη του. Αναλύοντάς θα πει: «Πράγματι,
το φόντο πάνω στο οποίο ορθώνεται η μουσική φιγούρα, το δικό
της φόντο, είναι η σιωπή, όπως δεν υπάρχει χωρίς αυτήν, όπως αυτή
την δημιουργεί με το να είναι: για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία του
κόσμου, το Τίποτε».
Κάθε φορά, λοιπόν, είναι και η πρώτη
φορά της ανάδυσης από τη σιωπή και το τίποτα;
Και μήπως αυτό το τίποτα είναι το
ίδιο με εκείνο το άλλο που συναντάμε στο ποίημα «τα Άλογα του
Αχιλλέως» του Καβάφη, «το μεγάλο Τίποτα, επιστραμμένο από τη ζωή»
όπου πηγαίνει ο σκοτωμένος Πάτροκλος;
Αυτό το τίποτα, το μηδέν μπορεί να
είναι και το χάος του Ησιόδου ή το Άπειρο του Αναξίμανδρου;
Ακολουθώντας τα μονοπάτια της σκέψης
του Κορνήλιου Καστοριάδη, έχουμε υπ’ όψιν μας, ότι είναι μια σκέψη,
που «δεν κλείνει». Και ψάχνουμε να βρούμε μέσα εκεί
τι είναι η μεγάλη σκέψη και
πώς λειτουργεί, όπως κάνουμε για τα μεγάλα έργα στοχασμού του
παρελθόντος, όπου δεν αναζητούμε την αποκάλυψη μιας οριστικής
αλήθειας, ούτε μια ειδική πληροφορία, αλλά τους ορίζοντες που μας
ανοίγουν. Γιατί βέβαια μιλώντας για τον Καστοριάδη, μιλάμε για μια
μεγάλη σκέψη.
Ξαναγυρίζοντας στο σονέτο του Ρίλκε
παρατηρούμε ότι η μουσική του Ορφέα αναδύεται από τη σιωπή. Η
μουσική φιγούρα, λέει ο Καστοριάδης, έχει ως φόντο μόνο το Τίποτα,
τη σιωπή, την οποία μάλιστα προσαρτά αβίαστα καθιστώντας την μέρος
τού είναι της. Η δημιουργία γίνεται ως σχισμός, (σχίσιμο), όπου
φιγούρα, (δηλαδή μορφή) και φόντο (δηλαδή περιβάλλον, ορίζοντας),
συμβαίνει να είναι συγχρόνως, το καθένα δια του άλλου και στη δική
του σχέση με το άλλο. Η ιστορική φιγούρα και ο ορίζοντάς της
δημιουργούνται μαζί.
Θα πρέπει να σημειώσουμε, απ’ αφορμή
τις αναφορές στον Ρίλκε, ότι ο Κορνήλιος Καστοριάδης έχει βαθειά
γνώση και αίσθηση της τέχνης και ιδιαίτερα της ποίησης. Οι κριτικές
του παρατηρήσεις, γλωσσικές, σημασιολογικές, τεχνικές είναι
αξιοθαύμαστες, τόσο πάνω στην αρχαία ελληνική, όσο και στην
ευρωπαϊκή ποίηση.
Το «Δέδυκε α σελάνα» της Σαπφώς, ο
περίφημος μονόλογος του Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου με το «ποντίων
τε κυμάτων / ανήριθμον γέλασμα», όπου Αθέρας, αέρας,
Γή το νερό των πηγών και το γέλιο των κυμάτων το ανήριθμο
γέλασμα, (έχουμε ταυτόχρονα προσωποποιία και υπαλλαγή), καλούνται
μάρτυρες των βασανιστηρίων του, τα χορικά της Αντιγόνης
του Σοφοκλή, γίνονται θέματα
μιας διεξοδικής ανάλυσης, που ως προς τα εκφραστικά τους μέσα, θα
συγκριθούν με τον Σαίξπηρ και τον Ρίλκε για να τονισθούν οι
συμπτώσεις στο βάθος και οι διαφοροποιήσεις στην εκφορά, περνώντας
από την αδιαιρετότητα της πολυσημίας της ίδιας της λέξης, στο
ποιητικό νόημα μέσω της εκτυλιγμένης μεταφοράς, στον Σαίξπηρ ή της
πολυσημασιακής μεταφοράς ή εικόνας στον Ρίλκε. Όπως, Π.χ ,
Ρόδο, ω καθαρή αντίφαση,
χαρά / Να μην είσαι ο ύπνος του κανενός κάτω από τόσα βλέφαρα.,
όπου ο ούτις, ο κανένας,
κοιμάται κάτω από πολλά στρώματα από τα χώματα ή κάτω από τα βλέφαρα
όσων πέρασε στη ζωή του; Κι όλα αυτά τι σκεπάζουν; Κανέναν;
Για να περάσει μετά στο βυθίσου στο
«Βάθος του άγνωστου, για να βρεις το καινούργιο» του Μπωντλαίρ ή «το
αύριο, που είναι ο τάφος», του Ουγκώ, ψάχνοντας πάντα το μυστήριο το
μη ορατού.
Θα επιμείνουμε μόνο σε δυο στίχους
από το Πρώτο Στάσιμο της Αντιγόνης του Σοφοκλή, εκείνο που αρχίζει
με το «πολλά τα δεινά, κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει,» όπου
φαίνεται να επιβραβεύουν την
θεωρία του. (στίχοι 353-3550:
Αυτός ο δεινός άνθρωπος, λοιπόν, « Και φθέγμα και ανεμόεν / φρόνημα
και αστυνόμους / οργάς εδιδάξατο, …». Δηλαδή, αυτός ο φοβερός
άνθρωπος, τη γλώσσα,( φθέγμα,)
και τη σκέψη τη γρήγορη, σαν τον άνεμο, (το
ανεμόεν φρόνημα,) και
την ενόρμηση για τη θέσπιση των πόλεων
(τας αστυνόμους οργάς), ίδιος εδίδαξε στον εαυτό του
(εδιδάξατο). Ο ίδιος
δημιούργησε αυτό που είναι κι όχι κάποια άλλη εξωτερική δύναμη.
Η αυτοπαθής διάθεση του απλού ρήματος διδάσκω, καταλήγει ο
Καστοριάδης, περιέχει μια φιλοσοφική σκέψη απαράμιλλης τόλμης, που
θα παρέμεινε, όμως, χωρίς συνέχεια επί είκοσι πέντε αιώνες:
Παραμένοντας στο θέμα της
καλλιτεχνικής δημιουργίας, θα παρακολουθήσουμε τον τρόπο με
τον οποίο ο Κορνήλιος Καστοριάδης προσεγγίζει την Τρίτη Κριτική του
Κάντ, που αντικείμενό της είναι, όπως όλοι γνωρίζουμε,
οι κρίσεις γούστου και τα
τέσσερα γνωρίσματά τους ως κριτήρια και ορισμοί του ωραίου, αρέσκεια
χωρίς συμφέρον, γενική αρέσκεια χωρίς έννοια, σκοπιμότητα χωρίς
συγκεκριμένο σκοπό και αναγκαιότητα υποκειμενική. Θα διαφωνήσει. Θα
μας πει ότι τελικά οι αισθητικές κρίσεις του Κάντ δεν μας εξηγούν
γιατί σε κάποιον αρέσει ο Δον Τζοβάνι κι όχι ο Μπάρμπα Γιάννης ο
κανατάς και σε κάποιον άλλο τα αντίθετα. Ωστόσο βρίσκει εκεί κάτι το
αξιόλογο. Ο Κάντ αποδίδει στη φαντασία, διαφορετική σημασία από
εκείνη την από μνήμης του Ντέιβιντ Χιούμ, π.χ. ο Πήγασος, φαντασία
την οποία διαθέτει η καλλιτεχνική μεγαλοφυΐα στην παραγωγή
πρωτότυπου έργου, την
δυνατότητα της δημιουργίας είδους, μορφής θα σημειώσει ο Κ.
Καστοριάδης.( Φ.Θ.τ. Κ, σελ. 288-289). Κάπως διαφοροποιημένη θα βρει
την ιδέα στον Αριστοτέλη, στο περί ψυχής, (Περί Ψυχής, ΙΙΙ, 9-12,
και ιδιαίτερα 434a
5-15), στις αναφορές του περί πρακτικής ή βουλευτικής φαντασίας.
Αντλεί, ή φαίνεται ότι αντλεί, από
αυτές τις δύο πηγές για να χτίσει κάτι άλλο. Την αυτοφυή δημιουργική
ριζική φαντασία, που είναι μια εκτυφλωτική λάμψη, μια άπειρη
δυνατότητα τιθασευμένη στο πέρας της μορφής, του είδους. Στην
Φαντασιακή Θέσμιση θα μας πει, ότι «
Ο δημιουργικός ρόλος της
ριζικής φαντασίας των υποκειμένων, ολοκληρώνει, βρίσκεται στη
συμβολή τους στη θέση μορφών-τύπων-ειδών, άλλων από αυτά που είναι
και που ισχύουν και αξίζουν για την κοινωνία, συμβολή ουσιώδης»,
(Αυτόθι,
σελ.376)
Το νέο είδος, η νέα μορφή,
[θα πει στον Χρόνο και δημιουργία, ( Ο Θρυμματισμένος Κόσμος σελ.
238),] δημιουργείται
ex
nihilo.(εκ του μηδενός). Ως
είδος δεν είναι παραγώγιμο ή απαγώγιμο εξ αυτού που «ήδη υπήρχε».
Έτσι μπορούμε να δούμε τη δημιουργία της ελληνικής πόλις. Δεν έχει
κάποια αιτιακή σχέση με τα στοιχεία του περιβάλλοντός της, που
προυπήρχαν. Δεν προκαλείται, ούτε καθορίζεται από αυτά.
Εδώ μια υποσημείωση. Ο Κ.Κ.
διατυπώνει την ολόσωστη άποψη, ότι «Η αποδοχή δεν είναι λιγότερο
παράδοξη – ούτε λιγότερο δημιουργική – από την δημιουργία»,
θεωρώντας την αποδοχή του έργου τέχνης δημιουργία.. Γιατί συμβάλλει
στην ύπαρξή του έργου με την αναγνώρισή του. Όχι μόνο αξιολογικά,
αλλά και πραγματολογικά. Όταν αποσύρθηκαν από το ιστορικό προσκήνιο
οι οργανωμένες κοινωνίες, όπως τις λέει ο Σεφέρης, της Αθήνας του 5ου
αιώνα, της Ελισαβετιανής εποχής, ή του γαλλικού κλασικισμού,
σταμάτησε και η δημιουργία των μεγάλων καλλιτεχνικών έργων, που τις
χαρακτήρισαν. «Ομμάτων εν αχηνίαις έρρει πάσα Αφροδίτα» λέει
ο Σοφοκλής,( όταν τα μάτια σου είναι φτωχά ολόκληρη η Αφροδίτη
αίρεται, χάνεται, εξαφανίζεται). Γιατί προφανώς δεν μπορείς να την
δεις.
Σχόλιο 2ο
Στην Θεογονία του Ησιόδου ο
Καστοριάδης θα βρει, την θεμελιώδη, όπως αναφέρει,
ελληνική ιδέα του χάους, από
την οποία θα ξεκινήσει για να χτίσει την θεωρία του για τη
δημιουργία.
Η τοι μεν πρώτιστα χάος γένετ’, αυτάρ έπειτα
Γαί’ ευρύστερνος, πάντων έδος ασφαλές αεί
……………………………………………….
Ηδ’ Έρος ός κάλλιστος εν αθανάτοισι θεοίσι,
Λυσιμελής, πάντων δε θεών πάντων τ’ ανθρώπων
δάμναται στήθεσσι νόον και επίφρονα βουλήν.
(στ.116-122)
Πρώτα
το χάος έγινε∙ έπειτα η πλατύστερνη
Γή το αιώνιο στέρεο βάθρο όλων
………………………………………………..
και ο Έρωτας που ο ωραιότερος είναι ανάμεσα
στους αθάνατους,
αυτός που λύνει τα μέλη από πόθο, κι όλων, θεών
κι ανθρώπων,
λυγάει στα στήθη τους τη βούλησή και σβήνει την
περίσκεψη από το νου τους
Χάος, λοιπόν, από το χαίνω, χάσμα,
ρήγμα γης, το κενό, και με αυτήν την έννοια χρησιμοποιεί τη λέξη ο
Κ.Κ., δηλαδή του προσδίδει την φιλοσοφική έννοια του κενού και του
μηδενός. Κατά το λεξικό των Λίντελ-Σκότ, είναι η πρώτη του κόσμου
κατάστασις. Πάντως δεν είναι το Χάος του Αναξαγόρα, που ήρθε ο Νους
να το διακοσμίσει και να το βάλει σε τάξει, δηλαδή να το καταστήσει
«κόσμο». Φυσικά αμέσως μετά έρχεται ο Έρωτας, ως στοιχείο της
πρωταρχικής αιτίας της γέννησης Πιθανόν να ταυτίζεται με το άπειρο
του Αναξίμανδρου, που αντιπαρατίθεται στο πεπερασμένο, σε εκείνο
δηλαδή που έχει πέρας,
και που είναι ένας άλλος τρόπος να διεισδύσουμε στο πρώτο στοιχείο
του κόσμου. Ούτε φυσικά μπορούμε να το ταυτίσουμε με το χάος των
σύγχρονων θεωριών του χάους στα μαθηματικά και στη φυσική, που
αναλύει ο Πρεγκοζίν, που σχετίζεται με το δεύτερο αξίωμα της
θερμοδυναμικής και την αυξανόμενη εντροπία του Σύμπαντος. Ή μήπως
και μπορούμε; Ο Καστοριάδης θα καλύψει τα αμφιλεγόμενα σημεία: «Χάος
στα ελληνικά σημαίνει κενό, μηδέν. Από το πιο πλήρες κενό αναδύεται
ο κόσμος», εφευρίσκοντας έτσι ένα ωραίο και ταιριαστό θεωρητικό
μέσο-σύμβολο, για να εκφράσει αυτό που εννοεί. Μήπως αυτό δεν έχει
πράξει πρώτος ο Πλάτων; Μ’ αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται και
αποκλείεται κάθε περίπτωση ετερόνομης δημιουργίας του Σύμπαντος από
κάποια υπερσυμπαντική δύναμη.
Την ίδια περίπου αφετηρία θα βρούμε
και σε παράδοση ανάμεικτης με ξένα στοιχεία από τον ορφισμό, που,
τον απόηχό της συναντάμε στην Παράβαση από τους Όρνιθες του
Αριστοφάνη. Τα πουλιά πείθονται από τον Πεισέταιρο για την ανώτερη
καταγωγή τους, και τραγουδούν:
«Χάος ήν και Νύξ
Έρεβός τε μέλαν πρώτον και τάρταρος ευρύς,
Γη δ’ ουδ’ Αήρ ουδ’
Ουρανός ήν. Ερέβους δ’ εν απείροσι κόλποις
Τίκτει πρώτιστον
υπενήμιον Νύξ η μελανόπτερος ωιόν,
εξ ού
περιτελλομέναις ώραις έβλαστεν
Έρως ο ποθεινός
στίλβων νώτον
πτερ΄ύγων χρυσαίν, εικώς ανεμώκεσι δίναις.
Ούτο δε κατά χάει
πτερόεντι μιγείς νυχίωι κατά Τάρταρον ευρύν
ενεότευσεν γένος
ημέτερον και πρώτον ανήγαγεν εις φως.
Πρότερον δ’ ουκ ην
γένος αθανάτων, πρίν Έρως ξυνέμειξεν άπαντα
Ξεμμειγνυμένων δ’
ετέρων ετέροις γένετ’ Ουρανός Ωκεανός τε
και Γή πάντων τε
θεών μακάρων γένος άφθιτον.» στ. 693-702
«Πρώτα ήταν το
Χάος, και η Νύχτα και το μαύρο Έρεβος και ο πλατύς Τάρταρος,
δεν ήταν ούτε η Γή,
ούτε ο Αέρας, ούτε ο Ουρανός∙ μέσα στους άπειρους κόλπους του
Ερέβους
η Νύχτα με τα μαύρα
φτερά, χωρίς αρσενικό σπέρμα γέννησε ένα
αυγό∙
απ’ αυτό, όταν ήρθε
η ώρα, βγήκε ο Έρωτας ο ποθητός
με τα χρυσά
αστραφτερά φτερά, γοργός σαν τον άνεμο.
Αυτός σμίγοντας με
το φτερωτό χάος στον πλατύ Τάρταρο
Κλώσησε το γένος
μας και το έφερε πρώτο στο φώς.
Στην αρχή δεν
υπήρχε ούτε τα γένος των αθάνατων, πριν ο Έρωτας να ενώσει
τα πάντα
και καθώς έσμιξε το
ένα με το άλλο, γεννήθηκε ο ουρανός, ο Ωκεανός
και η Γη κι όλων
των μακάριων θεών το αθάνατο γένος.»
Συνθέτοντας τα δύο αυτά χωρία,
βλέπουμε ότι δίπλα στο Χάος, ως τη μήτρα κάθε γέννησης και
δημιουργίας, προβάλλει η μορφή του Έρωτα ως κινητική δύναμη, όπως
σημειώνει ο Αριστοτέλης, αλλά και της νύχτας και της απέραντης
σιωπής, που την περιβάλλει, για να θυμηθούμε τον Ρίλκε.
Σχόλιο 3ο
( Οι σκοτεινοί αιώνες, οικονομικό- κοινωνικό περιβάλλον)
Τώρα ας
ενώσουμε όλα αυτά με την ιστορία ως ανθρώπινη δημιουργία.
Οι σκοτεινοί αιώνες θα μπορούσαμε να
πούμε, ήταν το ιστορικό χάος, το σκοτάδι και η σιωπή, που σκέπαζαν
το Αιγαίο, πριν να εμφανιστεί από μέσα εκεί ο δημόσιος χώρος της
Πόλις. Αρχίζουν από τον 12ο αιώνα. Από τα 1180 π.Χ. μέχρι
το 750, δεν έχουμε καμιά γραπτή μαρτυρία και ελάχιστα μνημεία. Η
γραφή εξαφανίζεται. Μιλάμε για την γραμμική γραφή Β, που
αποκρυπτογράφησε ο Βέντρις κι απέδειξε ότι ήταν ελληνική.
Ανυπολόγιστης ιστορικής σημασίας ανακάλυψη, που μετέθεσε την
ελληνική ιστορία έξη αιώνες πίσω τουλάχιστον.. Την ίδια περίοδο οι
Δωριείς, κατεβαίνουν κατά κύματα στην κυρίως Ελλάδα. Η νέα
τεχνολογία του σιδήρου υπέταξε εκείνη του ορείχαλκου. Η ανακτορική
Μυκηναϊκή Ελλάδα παρακμάζει και σωριάζεται σε ερείπια, μαζί κι η
ανακτορική οικονομία. Μπορούμε να φανταστούμε το χάος, που
επικράτησε.
Οι πληθυσμοί των αχαιών, υποχωρώντας
έφευγαν προς τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τα παράλια της
Μικράς Ασίας. Έχουμε τον
πρώτο Ελληνικό αποικισμό. Άλλοι κατόρθωσαν να παραμείνουν όπως
στην Αθήνα, στην Αχαΐα κι αλλού. Τα πάντα ξαναρχίζουν κι από τις δυό
πλευρές του Αιγαίου. Στα νέα εδάφη έχτισαν πόλεις με νόμους. Θα
θυμούνται τις χαμένες
πατρίδες από τις διηγήσεις των ραψωδών και των αοιδών, απ’ όπου το
πιο περίλαμπρο γέννημα είναι
ο Όμηρος.
Μετά τον πρώτο εποικισμό οι συνθήκες
αλλάζουν. Η παραγωγή, όπως αναφέρει ο Φίνλευ, στηρίχθηκε στην
ανεξάρτητη μικρογαιοκτησία και στο ναυτεμπόριο.
Οι δεσμοί του γένους
χαλαρώνουν. Ανάμεικτοι πληθυσμοί ανταλλάσουν
διαφορετικές γνώμες
και εμπειρίες. Τα στοιχεία υπάρχουν για την λάμψη που σε λίγο
θα αναδυθεί, την λάμψη της πόλις.
Σχόλιο 4ο
Η
ελευθερία στον Όμηρο. Η ομηρική πόλις
«Οι φαντασιακές σημασίες της
ελληνικής σύλληψης του κόσμου, στον πυρήνα τους, στα ουσιαστικά τους
στοιχεία βρίσκονται στον Όμηρο» θα μας πει ο Καστοριάδης (στην
Ελλ.Ιδ. σελ. 166). Κι έχει απολύτως δίκιο. Όλη η ανάλυσή του στον
Όμηρο είναι βαθυστόχαστη, καίρια και άκρως διεισδυτική. Πράγματι
έτσι είναι. Ακόμα κι όταν ο Πλάτων στο τέλος του Συμποσίου βάζει τον
Σωκράτη να συνομιλεί με τον Αριστοφάνη και τον Αγάθωνα, ότι του
ίδιου ποιητή είναι έργο η τραγωδία και η κωμωδία, που μας φαίνεται
εξαιρετικά πρωτότυπο, ο Όμηρος είναι αυτός ο ποιητής. Ακόμα κι όταν
τον έδιωξε από την Πολιτεία του, εν τούτοις αυτός ήταν μεγάλος
παιδαγωγός του.
Ακόμα κι όταν ο Αισχύλος λέει, ότι
οι τραγωδίες του είναι ψίχουλα από τα μεγάλα Ομηρικά δείπνα, δεν
πρέπει να μας φαίνεται παράδοξο.
Αλλά υπάρχει στα Ομηρικά έπη κάτι
σπουδαιότερο, κάτι τα πρωτογενές, που εμπεριέχει και κλείνει και
γεννάει όλα τάλλα: η
ανακάλυψη της ελευθερίας, ως ανθρώπινης κατάστασης, που
θεμελιώνει το ριζικό φαντασιακό του ελληνικού κόσμου.
Κρατώντας αυτό στο νου μας, θα
πρέπει να σημειώσουμε, ότι οι συνθήκες που περιγράφονται στα έπη δεν
είναι εκείνες στων ηρώων, στους οποίους αναφέρονται, δηλαδή των
Αχαιών των Μυκηνών, αλλά οι συνθήκες που διαμορφώνονται στη διάρκεια
και προς το τέλος των σκοτεινών χρόνων. Άρα μας φέρουν πιο κοντά στη
γέννηση της πόλης κατά τον 8ο αιώνα.
Στην
Ομηρική πόλι, η πολιτική ελευθερία είναι μία ανακάλυψη που
συνεπάγεται τη γέννηση του ελληνικού πολιτισμού. Ήδη εδώ η
εξουσία του πρώτου βασιλέα, του Αγαμέμνονα, είναι χαλαρή. Είναι
υποχρεωμένος να αναφέρεται σε Συμβούλια των αρχηγών των διαφόρων
λαών και να απολογείται στις Συνελεύσεις. Το κύρος του βαίνει
μειούμενο, καθώς διαπράττει συνεχώς λάθη, ενώ παρουσιάζεται σε
μερικές περιπτώσεις και δειλός. Το πνεύμα της ανεξαρτησίας, της
ελευθερίας των αποφάσεων και της
ατομικότητας των ηρώων
είναι ολοφάνερο. Ο ατομισμός, ωστόσο, με τη συλλογικότητα προχωρούν
μαζί, όπως φαίνεται στην περίφημη κάθοδο της Αθηνάς στο Α΄ της
Ιλιάδας, που εμποδίζει τον Αχιλλέα να τραβήξει το ξίφος του και που
στην ουσία είναι η δεύτερη σκέψη του ήρωα, να μη διασπάσει το
στρατόπεδο των Αχαιών. Κι αυτό είναι που δίνει συνοχή στην ομηρική
πόλη. Ο Αγαμέμνονας περιβάλλεται από Συμβούλιο των φυλοβασιλέων, των
βουληφόρων, όπως ο Αλκίνοος στους Φαίακες περιβάλλεται από Συμβούλιο
Γερόντων. Ό,τι είναι δήμιον (του λαού), έρχεται στη συνέλευση του
λαού, Ιλιάς Α,54, Τ. 40. δηλαδή των στρατιωτών εδώ.
Αυτός που πρόκειται να
μιλήσει, παίρνει από τον κήρυκα ένα σκήπτρο, έτσι γίνεται πρόσωπο
ιερό.( Ιλ. 234-245, Β 100, Οδ. Β,37.). Ο Διομήδης παίρνει το λόγο
δικαίω της αγοράς. (ή θέμις εστίν αγορή»). Η ρητορική δεινότητα και
σοφία απολαμβάνουν την ίδια εκτίμηση με την ανδρεία, προάγγελος των
ρητόρων της Δημοκρατίας. Το να μιλάει κανείς με πειθώ
στη συνέλευση, όπως ο
Νέστορας, είναι μεγάλο προτέρημα. Η συνέλευση των στρατιωτών μπορεί
να μην έχει αρμοδιότητες αλλά βρίσκει τρόπο να εκφρασθεί με
επιδοκιμασία ή ψιθύρους ή ακόμα και με την σιωπή. Αόριστη στην αρχή
εκφράζεται πιο καθαρά στην Οδύσσεια. Μια αόρατη δύναμη αιωρείται
πάνω από το στρατόπεδο. Είναι η κοινή γνώμη, που οι αρχηγοί πρέπει
να υπολογίζουν.
Η ελευθερία σφυρηλατείται και σε
σχέση με την σχετική ανεξαρτησία από τη θεότητα.
Η γελοιοποίηση και η παρουσίαση των θεών με πλήθος ηθικών αδυναμιών
αδυνατίζει την πίστη και το δέος προς το θείο, όπως σωστά το είδαν
έτσι αργότερα ορισμένοι φιλόσοφοι που επιτέθηκαν στον Όμηρο, ενώ ο
ελευθεριάζον τρόπος της ζωής τους προσέδωσε μεγαλύτερη αξία και
βάρος στην ζωή του ανθρώπου. Από την άλλη πλευρά όμως, η χαρά της
ζωής, της υγείας, της ρώμης, του έρωτα, της ομορφιάς, η κατάφαση στη
ζωή στην αθανασία, τον ελευθερώνει από τον πόνο και
το πένθος του θανάτου.
Η σκηνή όταν ο Ήφαιστος πιάνει επ’
αυτοφώρω το παράνομο ζευγάρι της Αφροδίτης και του Άρη στο κρεβάτι
μ’ αυτά τα χαλύβδινα ελάσματα, που κατασκεύασε, και φωνάζοντας όλους
του θεούς για να δικαιωθεί, κι αυτοί αντί για κάποια τιμωρία,
γέλασαν πλατειά, μας κάνει κι εμάς να γελάμε, είναι αδιανόητο για
την οποιαδήποτε άλλη θρησκεία. Ο ομηρικός, όμως, άνθρωπος
ανακουφίζεται από την καταπίεση της θεότητας.
Κι όταν η σεβάσμια Ήρα προκαλεί
ερωτικά τον Δία, προκειμένου να αποστρέψει την προσοχή του από την
μάχη, που υποστήριζε τους Τρώες, και να νικήσουν οι Αχαιοί, για να
επακολουθήσει η τιμωρία της από τον
πρώτο των θεών, που την κρεμάει ανάποδα στα σύννεφα κι αυτή
ουρλιάζει, τότε είμαστε ένα βήμα πριν την αθηναϊκή κωμωδία, που θα
κακοποιήσει άγρια τους θεούς.
Μερικούς αιώνες αργότερα ο Πίνδαρος
θα συμπυκνώσει την αντίληψη για τη σχέση θεών-ανθρώπων στο προοίμιο
του 6ου Νεμεόνικου:
Έν
θεών, έν ανδρών το γένος∙ εκ μιας δε πνέομεν /
ματρός
αμφότεροι∙ διείργει δε πάσα κεκριμένα /
δύναμις.
.μοιάζουμε ωστόσο με τους αθάνατους/ στο μέγα νου και στη
φύση..(…αλλά τι προσ- / φέρομεν έμπαν ή μέγαν / νόον ήτοι φύσιν
αθανάτοις..)
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτοί οι
θεοί με τα ανθρώπινα πάθη και τις αδυναμίες, παρά τη δύναμή τους,
είναι πλάσματα περισσότερο της
καλλιτεχνικής φαντασίας,
παρά συνέπεια φόβου θεού και πίστεως. Και μ’ αυτό το Πάνθεο
διαπαιδαγωγήθηκαν οι επόμενες γενιές των Ελλήνων.
Η Ελευθερία και
αυτονόμησή
της τέχνης από τη Θρησκεία είναι ένα
παρεπόμενο στοιχείο. Η τέχνη στην ανατολή ήταν υποταγμένη στη
θρησκεία.. Εδώ ο ποιητής, φτιάχνει τη θρησκεία ως δημιουργός και το
έργο τέχνης παρουσιάζεται ως ατομικό επίτευγμα μια μεγαλοφυΐας. Ο
καλλιτέχνης γίνεται ήρωας.
Η ομηρική ποίηση, αυτή η αφελής
ποίηση (Σίλλερ), που διαπνέεται από το γεωμετρικό πνεύμα κατά τον
Πασχάλ, διεισδύει στο βάθος
της ψυχής του ανθρώπου σε σκηνές απαράμιλλης ομορφιάς, όπως ο
περίφημος κλαυσίγελος, στον αποχωρισμό του Έκτορα και της Ανδρομάχης
με τον μικρό φοβισμένο Αστυάνακτα, που η μητέρα του τον πήρε στην
ευωδιασμένη αγκαλιά της, «χαμογελώντας μέσα στα δάκρυά της (δακρυόεν
γελάσασα). Ή τον απαράμιλλο τρόπο με τον οποίο δείχνει την ομορφιά
της Ελένης στο Γ΄ της Ιλ., με τους Τρώες
προεστούς που μουρμουρίζουν σαν τα τζιτζίκια, λέγοντας ότι αξίζει
για μια τέτοια γυναίκα ο πόλεμος, τόσο εκτυφλωτική ήταν η ομορφιά
της. Θα μπορούσαμε να πούμε πολλά, αλλά μόνο ένα τελευταίο. Αν η
Οδύσσεια είναι το πρότυπο
μυθιστόρημα, τότε η Ιλιάδα είναι ο κινηματογράφος. Η παραστατικότητά
της είναι όντως εκπληκτική.
Ελευθερία από την μαγική σκέψη.