Χαιρετισμός σε δαφνοστέφανα έπη,
Η αγωνιστική επιγραφή της Χαλκίδας. Η πρώτη από τις τρεις σειρές απεικονίζει 11 δάφνινα στεφάνια, ακολουθούμενα από 11 στεφάνια βελανιδιάς και 11 ελιάς.
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ
Πολυαγαπημένε μου, απάνεμο λιμάνι
έγινε η αγκάλη μου, όταν η θάλασσα η κυμοθαλής –καράβι τσακισμένο– σε τούτο εδώ
τον αιγιαλό σε ξέβρασε, Οδυσσέα. Ο Ήλιος, που τις παχιές του αγελάδες σφάξατε,
σου ’κοψε το δρόμο του γυρισμού για την Ιθάκη, και στην όμορφη, την θαλερή
Ωγυγία σε ξέρασε ο Ναύπλιος, ο δαίμων ο θαλάσσιος, αγριεμένος. Γιατί τον γιο
του, τον σοφό, εφευρετικό Παλαμήδη άδικα κατηγόρησες, και ατιμωτικό θάνατο
δέχτηκε από των Αχαιών τις σπάθες, που είχε ευεργετήσει.
Η μοναξιά μας
διασταυρώθηκε ’κείνο το πρωινό, την ώρα που ο ήλιος γεννιόταν απ’ της
ιριδόμορφης Αυγής τους κόλπους, χαϊδεύοντας του πέλαου την απεραντοσύνη. Ένιωσα
τη ματιά σου να με διαπερνά, ανεμώνες άνθισαν στο πρόσωπό μου, ενώ δυο
γλαροπούλια ζυγιάζονταν μπρος μας έτοιμα να βουτήξουν παρέα στ’ αφρόκυμα. Σε
τούτη ’δω την ακρογιαλιά σε συνάντησα, θαλασσοπούλι μου, με τσακισμένα τα φτερά.
Το γεροδεμένο, ηλιοψημένο σου κορμί, γεμάτο φύκια και αρμύρα, άγρια χτυπημένο
απ’ τον τριαινοκράτη Ποσειδώνα, κείτονταν στην αμμουδιά -δελφίνι ξεβρασμένο,
που πνέει τα λίσθια. Άπλωσα τα χέρια μου, σε ανασήκωσα, με τα μαγικά μου φίλτρα
σε ανάστησα. Σε πόνεσα, σ’ αγάπησα, σ’ ερωτεύτηκα. Κι έγινε το σώμα μου φωλιά
για την πληγωμένη σου καρδιά, και μέρωσε τ’ άγριο βλέμμα σου, που θύμιζε βοριά
και τρικυμία. Κι έγινε το χάδι μου πνοή της ταλαιπωρημένης σου ψυχής. Χιλιάδες
άστρα έλαμψαν στον ουρανό μου, μύρια όνειρα φτερούγισαν μπρος μου...
Σ’ έφερε το
κύμα στα μέρη μου, καλέ μου, κι ήσουν ό,τι ποθούσε η ψυχή μου· ένας άνδρας
μεστωμένος κι ώριος. Ήσουν ο ήλιος, που φώτισε τα δώματά μου, σκόρπισε την
ομίχλη μου κι άνθισε το γέλιο μου. Τα πουλιά της αυλής μου τρελά τιριτίζαν, οι
φυλλωσιές των δένδρων τραγουδούσαν στο απαλό του Ζέφυρου χάδι και η καρδιά μου
μεθυσμένη χόρευε.
Τα λόγια σου
στάλα στάλα κοινωνούσα· με μάγευαν οι ιστορίες σου για κόσμους μακρινούς, ενώ
στην εστία ευώδιαζαν η καιόμενη θούγια και τα ξύλα του κέδρου· με γοήτευε η
ματιά σου, πόθος καυτός έρρεε στις φλέβες μου, κι ο έρωτάς μου φούντωνε. Πόσα
οργασμικά παραληρήματα ζήσαμε; Πόσα φιλιά στήσαν χορό στα φλόγινα κορμιά μας;
Γαλάζιοι ποταμοί ευτυχίας με πλημμύριζαν.
Και να ’μαι
τώρα εδώ, στην ίδια ακρογιαλιά, αρχόντισσα θεά εγώ, η Καλυψώ, φορώντας την
αραχνοΰφαντη λευκή μου εσθήτα και με τη ζώνη την χρυσή ζωσμένη, με δάκρυα στα
μάτια κατέβηκα να σε αποχαιρετήσω. Φυλλορροούσα καρδιά μου, φεύγει ο καλός σου,
αποχαιρέτισέ τον, τον Οδυσσέα. Θάλασσά μου, γαλανή θεά, εσύ είσαι η χαρά μου,
εσύ και η απελπισιά μου. Ελπίδες γεννά το γαλάζιο σου, αναμένοντας λευκό πανί
στον ορίζοντά σου να φανεί· κι ελπίδες κάθε μέρα πεθαίνουν στην πλατύστερνη όψη
σου, όταν ούτε αποδημητικό πουλί δεν πετά στον ουράνιο θόλο σου. Αχ!
ονειροδίνητη ψυχή μου, τον θαλασσόλυκο Οδυσσέα ερωτεύτηκες, ένα πουλί
ταξιδιάρικο, που στην Ιθάκη του ποθεί να γυρίσει.
Εφτά
χρόνους, λατρεία μου, στα δώματά μου ζούσες, την κλίνη μου την ομορφοσκαλισμένη
μοιραζόσουν. Εφτά χρόνους νέκταρ και αμβροσία σου πρόσφερα, καλέ μου. Πόσα
όμορφα ταξίδια στο βασίλειο της ψυχής σου έκανα, προσπαθώντας την ασυμβίβαστη,
την αδέσμευτη φύση σου να εξερευνήσω, του χρόνου τα αποτυπώματα να ανιχνεύσω.
Πόσες φορές στου κορμιού σου τις ακρογιαλιές δεν περιδιάβηκα, στις άγνωστες
θαλασσοσπηλιές σου δεν περιπλανήθηκα, και αυτή η περιπαθής περιπλάνηση πώς με
απογείωνε. Ω, ταίρι μου ακριβό! εφτά χρόνους στους λοφίσκους και στις
γοητευτικές μου κοιλάδες ξοδευόσουν, στις δροσερές μου κρήνες ξεδιψούσες, το
νέκταρ μου ρουφούσες. Τώρα στην αγκαλιά της νηοπνίχτρας θάλασσας πάλι γυρίζεις,
να σπαταληθείς. Πώς γλίστρησες απ’ την αγκάλη μου, δελφινόψαρό μου; Εφτά
ολόκληρους χρόνους την πανέμορφη γη σου κατοικούσα, η στερημένη μου ύπαρξη δεν
χόρταινε τον πόθο του κορμιού σου. Στις θάλασσες των ματιών σου ολόγυμνη
βυθιζόμουν, γλυκό φιλί απ’ την φιλήδονη αχηβάδα των χειλιών σου γευόμουν. Αχ!
πανέμορφη Γη μου, λάσιο στήθος, χλοερό μου λιβάδι και μαξιλάρι, μυρωδάτα άνθη
μου, λαχταριστό κορμί μου, πώς θα σας αποχωριστώ;
Νύμφη της
Ωγυγίας εγώ, στου Κάτω Κόσμου τα μυστήρια μυημένη, που καλά ξέρω να κρύβω,
θέαινα, αρχόντισσα του τόπου, κοντά μου ήθελα να σε κρατήσω, γιατί πολύ σ’ αγάπησα,
κι αθάνατο ποθούσα να σε δω. Μα στην καρδιά σου η νοσταλγία φώλιασε,
ταξιδιάρικο αδέσμευτο αγρίμι. Αχ! πόσο θλιβόμουν να σε βλέπω κάθε αυγή στον
βράχο αυτόν μαύρα να χύνεις δάκρυα, αγναντεύοντας το πέλαγος; Ηλύσια πεδία,
νήσοι των μακάρων κι ολάνθιστοι λειμώνες ωχριούν μπρος στον νόστο για την
γλυκιά πατρίδα.
Ακριβοπληρωμένη
μου χαρά, στους γλαυκούς της καρδιάς μου ουρανούς έκτισα το χρυσό της αγάπης
βασίλειο, με ιριδόχρωμα όνειρα τύλιξα τον τρελό έρωτά μου, άστρα έστρωσα στην
κλίνη μας, ροδοπέταλα στο μαξιλάρι μας· κι όλη νύχτα με κερνούσες γουλιά γουλιά
τον έρωτα· κι όλη νύχτα ρουφούσα σταλιά σταλιά το αίμα σου· κι όλη νύχτα
κυκλοφορούσες μέσα μου…
Τώρα τα
θέλγητρά μου πια δεν σε κρατούν κοντά μου· ούτε η όψη μου η εύμορφη, τα ποθητά
μου στήθη, τα χάδια, τα φιλιά μου· ούτε τα μάγια μου τα θεϊκά δεμένο· ούτε τα
δίκτυα μου μπορούν να σε φυλακίσουν, δελφινόψαρό μου. Πως μπορώ να αναμετρηθώ
με την Ιθάκη; με μια Ιδέα να αντιπαραταθώ;
Και αφού το
αποφάσισες να φύγεις, πολύτροπε Οδυσσέα, και τη σχεδία σου ετοίμασες, κόβοντας
δέντρα απ’ το πυκνό το δάσος, και πελεκώντας τους κορμούς μαδέρια έδεσες κι
έστησες κατάρτι, και με το λινό που σου ’δωσα καλόφτιασες ιστία, δέξου απ’ την
καρδιά μου κι αυτά τα δώρα, για κατευόδιο. Γλυκόπιοτο οίνο ερυθρό γεμάτο είναι
τ’ ασκί, απ’ της κληματαριάς μου τα ζουμερά σταφύλια, που το ιερό το σπήλαιο
στεφανώνει· φρούτα γευστικά από το περιβόλι μου έχουν τα πανέρια· νερό, ψωμί
φρεσκοψημένο και γλυκείς πλακούντες· μαύρη σταφίδα και ξανθιά, σύκα αποξηραμένα
και άλλες προμήθειες, για να θρέφεσαι. Πάρε κι αυτά τα καθαρά ενδύματα ν’
αλλάξεις σαν απ’ τα κύματα βραχείς. Και τα τέκνα της αγάπης μου, ο Ναυσίνοος*
και ο Ναυσίθοος* -ευχές μου καλοτάξιδες απ’ τις καρδιάς τα βύθια-, θα σε
ακολουθούν στου γυρισμού τον δρόμο. Και να θυμάσαι: πάντα στα αριστερά σου να
βλέπεις τις κόρες του Άτλαντα, τις όμορφες Πλειάδες· τον αργοσβήνοντα Βοώτη μην
χάσεις απ’ τα μάτια σου· και απ’ τον αστερισμό της Άρκτου, που πάντα λαμπερή
και ξάγρυπνη τον Ωρίωνα καραδοκεί, να ισιώνεις την πορεία σου.
Κι εγώ, ακριβέ
μου, με τα λάφυρα της μνήμης μου πια θα ζω. Τα όνειρά μου, τα ναυαγισμένα,
στους πέντε ανέμους θα κρεμάσω, τον πόνο μου τραγούδι θα κάμω και στον αργαλειό
μου τις ανεκπλήρωτες τις πεθυμιές μου με την χρυσή σαΐτα μου θα υφάνω.
Βράδυ πρωί
-θλιμμένη Νηρηίδα- στο βράχο αυτό καθισμένη, θα με βρίσκει ο ήλιος, με τη ματιά
καρφωμένη στα βάθη του ορίζοντα, να ονειροβατώ. Εξωτική σκιά τη μορφή σου να
νοσταλγώ, να καρτερώ πανί αλαργινό μέσα απ’ το πέλαο να φανεί. Αχ! πως τρέχουν τα δάκρυά μου. Να μπορούσα να
τα συλλέξω -μαργαριτάρια λευκά- περιδέραιο να τα πλέξω και γύρω από το
γεροδεμένο μπράτσο σου, ακριβό μου φυλαχτό, να σου τα δέσω. Ω! μάτια μου
-γαλάζια μου πελάγη-, μαλλιά μου ανεμίζοντα, που αναδεύεστε στου Ζέφυρου τον
απαλό χορό, μπράτσα μου γεροδεμένα, λάσιο στήθος -του πόθου μου μαξιλάρι-, πώς
θα σας αποχωριστώ; Όνειρά μου, της καρδιάς μου ελπίδες, πώς σκορπίσατε; Στα
φτερά των εφήμερων πεταλούδων ταξιδέψατε, και τώρα σας σάρωσε ο Βοριάς.
Καρδιά μου,
την ώρα τούτη μην λιποψυχάς, κι αποχαιρέτα τον, τον άνδρα τον ταξιδευτή. Ω,
άρπα της ψυχής μου! τα μελίφωνα τραγούδια σου πόνο θα στάζουν. Φόρμιγγά μου
ποικιλόγυρη, πονεμένα θα ηχούν οι χορδές σου. Λύρα μου αηδονολαλούσα,
μαυροφόρεσε, και άλικο βάψε το δοξάρι σου· ένα άλικο τριαντάφυλλο και η
πονεμένη μου καρδιά, και τ’ άσματα πορφυρωμένα.
Ιτιές μου
κλαίουσες, χύστε ποτάμι δάκρυα, μυρσίνη μου ανθοστόλιστη τα πέταλά σου τίναξε
και σεις, λεύκες μου ψηλόλιγνες κι ορθόκορμα ευώδη κυπάρισσα λυγίστε τις κορφές
σας κι αποχαιρετήστε τον άνδρα, που εφτά χρόνους σας κλάδευε και σας
περιποιόταν. Κρήνες μου λαλέουσες, σωπάστε το κελάρυσμα και σεις πουλιά μου,
που κουρνιάζετε στης Ωγυγίας τα δάση, γλαύκες νυχτόβιες και ιέρακες, θαλασσινές
κουρούνες και λεύτερα γλαρόνια, συναχθείτε στον αιγιαλό και αποχαιρετήστε τον
ναυσίνοο Οδυσσέα, του χωρισμού ήρθε η ώρα. Χλωρίδα μου γλυκόλαλη, μικρό μου
χλωμοπούλι, μη σταματήσεις το κελάηδημα, και συ, θλιμμένη αηδόνα μου, με αυτό
το αηδονολάλημα, που την καρδιά ραγίζει, αποχαιρέτησέ τον, τον άντρα αυτόν που
λάτρεψα.
Ω, θεοί! τ’
άρμενα σε λίγο θα σηκώσει, ο καλός μου, και στην πλατύραχη θάλασσα θα ανοιχτεί.
Ας είναι ναυσίθοος του γυρισμού ο δρόμος! Αερόμορφη Ήρα, Συ, των ανέμων τροφέ!
ούριο άνεμο στείλε ξωπίσω, κατευόδιο στο μακρινό της επιστροφής του ταξίδι.
Νεφεληγερέτη Δία, αστραπαίε, βροντερέ, μην ανακόψεις τον δρόμο του. Και Συ,
κυανοχαίτη Ποσειδάωνα, που τους ίππους του πόντου ελαύνεις, γαλήνεψε τις
θάλασσες και ευμένεια δείξε στον πολυταξιδεμένο άνδρα. Τηθύς, γλαυκομάτα του
Ωκεανού νύμφη, και σεις αερινές Νεφέλες, και αύρες Ζεφυρίτιδες, ηδύπνοες,
ποντογενείς, και ωραιόμαλλες Νηρηίδες, που στήνετε χορό στους υγρούς θαλάσσιους
δρόμους, τους Τρίτωνες ακολουθώντας, βοηθήστε τον θαλασσοδαρμένο Οδυσσέα να
φτάσει στην Ιθάκη του. Λευκοθέα, μέδουσα* γοργόνα μου, της θάλασσας Κυρά, στο
ποντοπόρο του ταξίδι συντρόφεψέ τον. Κι αν αγριέψει ο Ποσειδών και με την
Τρίαινά του το πέλαγος ταράξει, κι αβοήθητος στα αψηλόκορμα τα κύματα βρεθεί,
ρίξε του το κεφαλομάντηλό σου, στο στήθος του –λευκό σωσίβιο– να δέσει· υγρό
τάφο μην τύχη, η αγάπη μου. Πάρε τον στην αγκαλιά σου, Σώτειρα θεά μου, και σε
ζεστή αμμουδιά σώο απίθωσέ τον. Τον γνώρισα καλά τον ώριο άνδρα, που χρόνους
εφτά με κερνούσε μυρωμένα φιλιά· σκοπός
του ειν’ η Ιθάκη, μα τροφή της ζωής του η περιπέτεια. Ταξιδευτής γεννήθηκε,
αποδημητικό πουλί είν’ της ψυχής του η φύση. Οιστροδίνητος, με διονυσιακή ορμή,
θρύμμα μπορεί να γίνει, ακολουθώντας τον σκοπό που ο νους του έχει χαράξει.
Ω, θεία
Ειμαρμένη! ανωτέρα θεών και θνητών ανθρώπων, Συ, που τους συμπαντικούς νόμους
ορίζεις και το πεπρωμένο χαράζεις, αίσιο δώσε τέλος στο ταξίδι του αγαπημένου
μου. Εγώ το ριζικό μου το ξέρω· πάλι στην ανελέητη μοναξιά μου θα γυρίσω· στα
καθήκοντά μου, ως θεματοφύλαξ των μυστικών του Κάτω Κόσμου, Χθόνια θέαινα,
Νύμφη αφιερωμένη του Άδη στο σκοτεινό σπήλαιό μου των αχράντων μυστηρίων θα
συνεχίσω να ιερουργώ. Και στον αργαλειό μου τις ώρες θα μετρώ,
σιγομοιρολογώντας την χαμένη μου αγάπη, καθώς της εκλεκτής Κόρης, της ομόκλινης
του Πλούτωνα, τον αραχνοΰφαντο πέπλο θα χρυσοκεντώ.
Ω, πλάσμα
αειπόθητο! κρυφαναβρύζουσα πηγή μου, φαρμάκι τώρα μες την ψυχή μου στάζεις. Πώς
τρέχουν οι βρύσες των ματιών μου; Για ποιον, καλέ μου, θα τραγουδάει η λεύκα
μου, και στην εστία μου για ποιον θα ευωδιάζει η θούγια και του κυπάρισσου τα
ξύλα; Κι απ’ της κληματαριάς μου τα ώριμα χυμώδη τσαμπιά ποιος πρώτος θε να
γεύεται;
Φεύγεις,
ακριβέ μου, και εγώ αιώνια θα σε αναζητώ σε κάθε γωνιά της Ωγυγίας. Θα σε
γυρεύω στα πορφυρά δειλινά, ανάμεσα στα χρυσωμένα σύννεφα, στις ροδαλές
αμφιλύκες, στο γελαστό πρόσωπο του ήλιου· θα σε οσμίζομαι στις μυρουδιές, που
θα φέρνει η θαλασσινή αύρα· θα σε ψάχνω εκεί που η ίριδα απλώνει τις
χρωματιστές κορδέλες της, ανάμεσα στη γη και στον ουρανό· θα σε βλέπω στα
φωτεινά μάτια της ασημογάλανης Σελήνης και τις νύχτες αγρύπνιας με αστροφεγγιά
θα σε γυρεύω ανάμεσα στ’ άστρα· θα σε γεύομαι στη μελογύρη των λουλουδιών και
μες τη μαλαματένια την φιάλη μου, στου μεθυδότη άκρατου οίνου την επιφάνεια,
την περιπόθητη μορφή σου θ’ αντικρίζω. Με λαχτάρα θα σε περιμένω τις βραδιές,
τα πρωινά, τα λαμπερά καταμεσήμερα, να ξεχαστείς πάνω στη σάρκα μου, πολυπόθητε
έρωτά μου…
Αχ! ο χωρισμός
με τρελαίνει και δεν ξέρω τι λέω. Πρωί πρωί σε έλουσα μ’ αρώματα και δάκρυα σε
μύρανα, κοτσίδα τ’ ατίθασα μαλλιά σου έπλεξα και γύρω από την κεφαλή σου
-στεφάνι μυρωδάτο- σου τα έδεσα. Κούρεψα λίγο και τ’ άγρια γένια σου. Τώρα μοιάζεις με τον κυανοχαίτη Ποσειδάωνα
στεφανωμένο, που στον θαλάσσιο ταχύπλοο ίππο του ετοιμάζεται να ανέβει.
Μελίφωνα της
άρπας μου ηχολάλια με δάκρυα λουστείτε· φόρμιγγά μου εσύ, που τη χαρά
ταξίδευες, σώπασε το τραγούδι σου· τριαντάφυλλιές μου ρίξτε τα πέταλά σας, και
σεις εαρινά μου όνειρα τον μέλανα χιτώνα σας φορέστε, άσματα πια χαρούμενα δεν
θ’ ακουστούν απ’ τα χείλη μου. Ω! γλυκειά μου άνοιξη, πνοή της ζωής μου και
χτυποκάρδι μου, χαρά των ματιών μου, άρωμα μεθυστικό, πρόσωπο ποθεινό και
εράσμιο, ο χωρισμός ειν’ θάνατος κι ο πόνος δεν διαφέρει.
Σφιχταγκάλιασέ
με, καλέ μου, σφίξε με στα δυνατά σου μπράτσα και φίλησέ με. Αχ! μαλλάκια μου
όμορφα, ποια τώρα θα σας λούζει; Ποια κρινοδάχτυλα ανάμεσά σας θα περνούν και
τους πλοκάμους σας κοτσίδα θε να πλέκουν; Φιλήδονη αχηβάδα μου, πώς να
ξεκολλήσω τα χείλη μου απ’ τα χείλη σου; Ακήρατε καημέ μου, άφησέ με για
τελευταία φορά την γλύκα των χειλιών σου να ρουφήξω, κι ύστερα φύγε, και μην
στρέψεις το πρόσωπό σου πίσω προς την Ωγυγία. Ωσάν κύμα ήρθες και κατοίκησες
στις θαλασσοσπηλιές μου, ωσάν κύμα πάλι η θάλασσα σε παίρνει μακριά μου. Κι
εγώ, η κόρη του Άτλαντα, η αθάνατη Καλυψώ, μαραμένο λουλούδι με το δάκρυ να
λαμποκοπά στην άκρη της ίριδας, θα μείνω εδώ, στου ωκεανού τον ομφαλό· στην
θάλλουσα Ωγυγία, που αναδύθηκε απ’ του πελάγου τους αφρισμένους κόλπους,
αναμένοντας το άρμα του ήλιου, του ανέμου το άτι, να σε φέρει πάλι κοντά μου,
εξαίσιε έρωτά μου.
*Ο Ναυσίνοος και ο Ναυσίθοος
αναφέρονται από τον Ησίοδο (Θεογονία 1017 κ.ε.) ως παιδιά του Οδυσσέα και της
νύμφης Καλυψώς. Τα ονόματα βέβαια είναι συμβολικά, αφού ναυσίνοος, σύνθετη λέξη
από το ναυσ- και -νόος (νους), σημαίνει ναυτική νοητική ικανότης, ναυτικό
μυαλό· και ναυσίθοος, σύνθετη λέξη από το ναυσ-και -θοός (ταχύς, γοργός,
ευκίνητος, από το ρήμα θέω), σημαίνει ταχύπλοος.
*Μεδέουσα ή
μέδουσα = η άρχουσα, η κυβερνήτρα, η προστάτις. Από το μέδω (μεσ. μέλλ.
μεδήσομαι) άρχω, βασιλεύω, κυβερνώ, προνοώ.
(Α΄
Βραβείο Πεζοτράγουδου, από τον Διεθνή Πολιτιστικό Οργανισμό «Το Καφενείο των
Ιδεών», στα πλαίσια του 26ου Πανελληνίου Συμποσίου Ποίησης και
Πεζογραφίας «Σικελιανά 2010», που
διεξήχθη στις 22 Νοεμβρίου 2010 στην Σαλαμίνα υπό την αιγίδα του Υπουργείου
Πολιτισμού, με την συνεργασία του Δήμου Σαλαμίνας, του Ομίλου UNESCO Πειραιώς και Νήσων και της Διεθνούς Ένωσης
Συγγραφέων).
Αλεξίου Γεωργία –
Γοργώ
για την Ομηρική Πολιτεία και τον διαγωνισμό του τόξου
“Δαφνοστέφανοι” 2008 βιβλίο της Γεωργίας Αλεξίου
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ Γεωργία Αλεξίου γεννήθηκε στη Μερκάδα Φθιώτιδας - χωριό σκαρφαλωμένο στο Βελούχι - το 1951. Ο πατέρας της ήταν ιερέας - αγρότης και η μητέρα της νοικοκυρά - αγρότισσα. Τελείωσε το γυμνάσιο στη Λαμία και σπούδασε στην Εθνική Ακαδημία Σωματικής Αγωγής Θεσσαλονίκης. Είναι παντρεμένη και μητέρα πέντε παιδιών. Από το 1973 εργάζεται ως καθηγήτρια Φυσικής Αγωγής σε διάφορα σχολεία του νομού Θεσσαλονίκης. Ποιήματα, διηγήματα και δοκίμιά της έχουν δημοσιευθεί σε αρκετές εφημερίδες και περιοδικά και έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες. Είναι μέλος αρκετών πολιτιστικών και λογοτεχνικών συλλόγων μεταξύ των οποίων, της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος, της Πανελλήνιας Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών "Κωστής Παλαμάς", καθώς και της Παγκόσμιας Ακαδημίας Τέχνης και Πολιτισμού (Η.Π.Α.). Το βιβλίο της "Ηλιοτρόπιο" μεταφρασμένο στην αγγλική, βραβεύτηκε με το ασημένιο μετάλλιο του λευκού περιστεριού (της Ειρήνης) για την χιλιετηρίδα, από την ποιητική κοινωνία της Αυστραλίας (Μελβούρνη). Τιμήθηκε με το βραβείο "Σαπφούς" του Συλλόγου Λόγου και Τέχνης και Ελληνικού Πολιτισμού της Βαυαρίας σε διαγωνισμό ποίησης με θέμα "Βάκχος ο Θεός της Αμπέλου". Δίπλωμα τιμής της απένεμε η Ακαδημία Ελληνικής Γλώσσας και Πολιτισμού (Βούπερταλ Γερμανίας) για την εν γένει προσφορά της στον πολιτισμό και τιμητική διάκριση ο Σύνδεσμος Εκδοτών Βόρειας Ελλάδας για την προσφορά της στα ελληνικά γράμματα.
Άλλα έργα της Γεωργίας Αλεξίου - Γοργούς:
Ποίηση
“Λογική της έκτης αίσθησης” έκδ. δίγλωση 1996, 1997, 2004
“Δροσοσταλίδες” 1996, 1997
“Το τελευταίο μειδίαμα” 1997
¨Ηλιοτρόπια”, έκδ. δίγλωσση 1997, 2000
“Μεγαλυνάρια” 1998
“Ματωμένος δρόμος” 1998
“Φλυλλα του Φθινοπώρου” 1999
“Χορεύοντας με τις φλόγες” 1999
“Δαφνοστέφανοι” 2008
Μυθιστόρημα
”Η χλωμή βασίλισσα – Το μοιρολόι της Χλώριδος” 2006
Δοκίμια
“Το Αθλητικό Πνεύμα στον Αρχαίο ποιητικό λόγο” 2010
“Ο άγνωστος Πολιτισμός των Αρείων – Ελλήνων” 2010...
“Δελφική Ιδεολογία”
και
“Το Οικουμενικό Οραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου”